Οι Εχθροί της άνοιξης


648b69705dac6ee77d32b3536deb33cb_L

Έρχεται φέτος κουρασμένη η Άνοιξη/(να) κουβαλάει τόσα χρόνια τα λουλούδια πάνω της. /Σκοτεινοί άνθρωποι/στις γωνιές την παραμονεύουν  για να την τσακίσουν./Αυτή όμως με κρότο/ανάβει ένα-ένα τα λουλούδια της/στα μάτια τους τα ρίχνει (για) να τους στραβώσει.

Μίλτος Σαχτούρης

To the Lighthouse


Ο φάρος τότε ήταν ένας ασημένιος, καταχνιαμένος πύργος, μ’ένα κίτρινο μάτι που άνοιγε ξαφνικά κι αθόρυβα το βράδυ. Τώρα, ο Τζέημς κόιταξε το φάρο. Έβλεπε τα ξασπρισμένα βράχια, τον πύργο ορθό κι αλύγιστο. Έβλεπε πως είχε ρίγες, μαύρες κι άσπρες. Έβλεπε τα παράθυρα, μπορούσε να δει ακόμη και τα πλυμένα ρούχα, απλωμένα στα βράχια να στεγνώσουν. Ώστε αυτός ήταν ο φάρος , έ;
Όχι, το άλλο ήταν ο φάρος. Γιατί τίποτα δεν είναι ένα και μόνο πράγμα. Και το άλλο ήταν ο φάρος. Μερικές φορές μόλις και τον έβλεπες στο βάθος του κόλπου. Το απόγευμα, κοίταζες κατά κει κι έβλεπες το μάτι ν’ανοιγοκλείνει και το φως σα να τους έφτανε σε κείνο το ανοιχτό, φωτεινό κήπο όπου καθόταν.

Virginia Woolf

tumblr_lngeflxaFs1qzt8u9o1_1280

Στο λυκόφως της πατρότητας.


father-and-son-glory-fraulein-wolfe

«…, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε πού κρύβονται οι πατεράδες. Κρύβονται στο βαρομετρικό χαμηλό της επαγγελματικής τους ρουτίνας, όσο και σε μια πεισματική παράταση της δικής τους ανεξάντλητης παιδικότητας, αυτής ακριβώς που κολακεύεται από το διαφημιστικό έπος με πανάκριβα ρολόγια και τζιπ κατάλληλα για σαφάρι σε τροπικές εικονογραφήσεις αποδράσεων, όπου ο αέρας της οικονομικής άνεσης τρομπάρει το ανέβασμα της αδρεναλίνης…»

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, που θα πει πως η μωρουδίστικη συγγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου υποχωρεί, είναι οι πατεράδες εκείνοι που αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους όλο και περισσότερο, από την άποψη ότι μένουν ομοιόμορφα αθέατοι. Αν επιθυμούν διακαώς κάτι, είναι το να μη διασταυρώνονται με τα παιδιά τους παρά μόνον όταν αυτά παρελαύνουν σαν ωραία δείγματα DNA στις σχολικές γιορτές και, με μια μικρή παραχώρηση, στα γενέθλια. Κάπως έτσι θα πρέπει να εμπνεύστηκαν και οι φιλόσοφοι την ιδέα τους για την εξαφάνιση του Πατέρα ως κυρίαρχου θεσμικού και ιστορικού υποκειμένου. Όντως  αν το φιλοσοφήσεις λιγάκι, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να επιστρέψεις τον πατέρα σου όπως ένα ελαττωματικό ψυγείο και να ζητήσεις καινούργιον.
Κατά τα άλλα, το να μιλάμε σήμερα για μονογονεϊκές οικογένειες, αναφερόμενοι στο στατιστικό δεδομένο, αποδεικνύεται κάπως παραπλανητικό, εφόσον όλες οι οικογένειες, λίγο πολύ, κατέληξαν μονογονεϊκές, με τον πατέρα να περιορίζεται σ’ ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς των οικονομικών διευθετήσεων. Αυτουνού η μοναδική αγωνία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αφορά την εκμετάλλευση των ευκαιριών ώστε να μείνει κατά το δυνατόν μακριά από τους συγγενείς πρώτου βαθμού, καθώς οι τελευταίοι ενσαρκώνουν την αδιάψευστη υπενθύμιση της συναισθηματικής του αποτυχίας.
Μια και δεν είναι πάντα εύκολο για τον φερόμενο ως πατέρα (δότη σπέρματος μου αρέσει να τον αποκαλώ) να απέχει από το οικογενειακό διαμέρισμα με κάποιο πρόσχημα, εσωτερικεύει την απόσταση και αγκυροβολεί μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή ή τηλεφωνάει στους φίλους του και κουβεντιάζουν για το γυναικείο κρέας, άλλοτε ντόπιο, άλλοτε εισαγωγής, εξαρτάται απ’ τις περιστάσεις. Εν ονόματι του πατρός δεν συμβαίνει πλέον τίποτα. Αργότερα, γάμοι και χωρισμοί θα λάβουν χώρα κατευθείαν εν ονόματι του υιού, αποκλειστικά, με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Και οι κυρίες θα διασκεδάζουν την απογοήτευσή τους καθρεφτιζόμενες στα γυναικεία έντυπα και απολαμβάνοντας τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι άντρες;». Αφού προσπάθησαν τολμηρά να γίνουν άντρες οι ίδιες, τώρα η έλλειψη διαφοράς παγώνει τα σεντόνια.
Επομένως, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε πού κρύβονται οι πατεράδες. Κρύβονται στο βαρομετρικό χαμηλό της επαγγελματικής τους ρουτίνας, όσο και σε μια πεισματική παράταση της δικής τους ανεξάντλητης παιδικότητας, αυτής ακριβώς που κολακεύεται από το διαφημιστικό έπος με πανάκριβα ρολόγια και τζιπ κατάλληλα για σαφάρι σε τροπικές εικονογραφήσεις αποδράσεων, όπου ο αέρας της οικονομικής άνεσης τρομπάρει το ανέβασμα της αδρεναλίνης. Εχω συναντήσει πάρα πολλούς απ’ αυτούς. Τουλάχιστον ο δικός μου πατέρας, στη δεκαετία του ’60, με απέφευγε μελετώντας ξένες γλώσσες. Σίγουρα, η γλώσσα που μιλούσαμε μεταξύ μας ήταν αρκετά ξένη προς οτιδήποτε ανθρώπινο.
Η απελπισία που προκαλεί σ’ αυτά τα όντα το πλήθος των ανεκπλήρωτων συναισθηματικών καθηκόντων απέναντι στα παιδιά τους, επιφέρει την παράλυση και των πιο στοιχειωδών χειρονομιών προσφοράς. Για να την αντισταθμίσουν, γίνονται υπερκινητικοί. Από τη θέση ενός ίσκιου που γλιστράει πάνω κάτω τηλεφωνώντας, εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να κοιτάζει τα παιδιά δίχως να τα βλέπει, δηλαδή χωρίς να βλέπει την ανάγκη στις ίριδες των ματιών τους. Χρειάζεται, άραγε, να διευκρινίσω περί ποίας ανάγκης πρόκειται; Είναι αδύνατον να θίξεις τέτοια ζητήματα δίχως να περάσεις από το μελό, δίχως να πεις γι’ αυτή τη φλόγα που τρέμει από το φύσημα ενός πολύ πονεμένου συμβιβασμού, μιας υποψίας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά αν οι άνθρωποι μιλούσαν και εξηγούσαν. Τι να εξηγήσουν; Στο φάσμα των συχνοτήτων που λαμβάνουμε, πατεράδες και παιδιά εξίσου, οι πληροφορίες είναι, τώρα, ολογραφικά κωδικοποιημένες.
Η δίψα των παιδιών για κάτι που μένει εκτός κατανόησης και που καθησυχάζεται προσωρινά με το να ζουν μέσα σ’ ένα δάσος από καταναλωτικά δολώματα και οθόνες κινητών τηλεφώνων γίνεται ευδιάκριτη σε ορισμένες στιγμές βίαιης αντίδρασης απέναντι στην ανία της εκπαίδευσης. Η ανία είναι ειδικά αυτό, η έλλειψη περιεχομένου των γεγονότων και η εξαφάνιση του πατέρα την οδηγεί στην αποθέωση. Η εξαφάνιση, ομολογουμένως, είναι κυρίως μια εξαφάνιση από τη σκηνή του λόγου.
Οπως γίνεται στις αμερικάνικες ταινίες, ο πατέρας θα ήθελε ίσως να πλησιάσει τον γιο του και να του μιλήσει, μόνον που δεν ξέρει τι είδους ακριβώς σημασίες είναι αυτές που χρωστάει στο παιδί και πού να τις ψάξει. Θα το έκανε όχι βέβαια από αγάπη αλλά κάτω από την πίεση της ενοχής, διστάζει ωστόσο ένεκα του φόβου ότι μια τέτοια πράξη αναζήτησης θα έφερνε στην επιφάνεια όλα όσα η αγάπη, έστω υποτιθέμενη, απαιτεί να τη συνοδεύουν, εστίαση της προσοχής, τρυφερότητα, φιλαλήθεια, αναγνώριση της ιδιοπροσωπίας του άλλου, ικανότητα συμμετοχής στη λύπη του και, φυσικά, παροχή μιας ασφάλειας εντελώς διαφορετικού τύπου από εκείνη της Interamerican. Αντ’ αυτού, ο δότης σπέρματος θα ονειρευτεί ένα βραβείο τεσσάρων τροχών, χωρίς να υποπτεύεται την ιστορική ειρωνεία των αντικειμένων μίας χρήσεως και ότι η φράση Fiat Lux σημαίνει Γεννηθήτω φως.
Δεν είναι φως αυτό που γέννησε, εκτός κι αν το κρατήσει στη χούφτα του. Από μια τέτοια άποψη, η ερώτηση «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα;» δεν είναι εντελώς παράλογη. Η εποχή όπου αρκούσε το να έχει η γυναίκα σου παιδιά για να θεωρείσαι πατέρας επιστρέφει σαν γελοιογραφία.

Ευγένιος Αρανίτσης

http://astronayths.podomatic.com/entry/2013-03-05T11_26_30-08_00

Στο μαγικό κόσμο του τσίρκου που λέγεται ζωή./Μαλβίνα γέλα!


l (5)1


ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΛΒΙΝΑΣ ΚΑΡΑΛΗ

απο τον Κωνσταντίνο Βήτα

Σουξέ: Ξέρω οτι δεν με αγαπάει ο κόσμος. Το κοινό δεν σε αγαπάει ποτέ, αγαπάει την επιτυχία, όπως μισεί την αποτυχία. Δεν είμαι αφελής

Αγάπη: Δεν πιστεύω στην αγάπη, είναι μια έννοια που μου έχει ξεφτιλίσει τη ζωή, μου την έχει χαντακώσει, έχει κοντέψει να με στείλει στα τρελάδικα. Πιστεύω μόνο σε μια έννοια: τη συμπόνοια.

Αρρώστιες: Είμαι η Μις Κατατονία, αλλά μπορώ να σκάω ένα χαμόγελο και να ανεβάζω τους ανθρώπους που είναι γύρω μου. Κάθε πρωϊ που ξυπνάω, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι η «7η σφραγίδα» του Μπέργκμαν. Έχζω γεράσει πρόωρα, κάπου στα 25.

Άντρες: τη ζωή μου με ενδιέφερε πάντα ο άντρας ο ακομπλάριστος που θα πει: «Άσε τις μαλακίες, εγώ θα σε σώσω τώρα εσένα και θα λειτουργήσεις από ‘δω και πέρα φυσιολογικά και σωστά».

Χειμωνάς: Τον Χειμωνά τον ξέρω όλον απ’ έξω. Κάποια στιγμή όταν τον γνώρισα,του το είπα και δεν το πίστευε. Τα μάθαινα απ’ έξω τα βιβλία του. Ήταν σαν άσκηση. Πιστεύω οτι έπρεπε να διδάσκεται στα Γυμνάσια.

Όνειρα: Μικρή ήθελα να γίνω κομμώτρια. Έβλεπα όλα τα κορίτσια στο Αρσάκειο να θέλουν να σπουδάσουν Ιστορία της Τέχνης. Έβγαζαν μια φυλλάδα που την έλεγαν «Παρουσία». Εγώ έβγαζα μια δικιά μου που την έλεγα «Τα Σοσόνια». Δεν ήθελα μεγάλους εαυτούς από τότε. Θυμάμαι, έβγαινα στη Βας. Σοφίας κι έλεγα σε όποια γριά έβλεπα: «Τι όμορφη που είσαστε, τι ωραία που είναι τα μαλλιά σας, είναι φυσικό το χρώμα, ε;»

Άνθρωποι: Πέρασαν διαμάντια απ’ τη ζωή μου που δεν πρόλαβα να εκτιμήσω. Σε μερικούς ανθρώπους τους βγάζουμε από μέσα οτι καλύτερο έχουν, ενώ δεν μπορούμε να γίνουμε ένα μ’ αυτούς και εκ των υστέρων καταλαβαίνουμε την αξία τους. Ήμουν βιαστική, τσαλαβουτούσα. Είναι πολύ φυσικό. Τα τελευταία 5-6 χρόνια αρχίζω να εκτιμώ τους ανθρώπους και να αποδίδω ουσιαστικές τιμές.

 Φίλοι: Η πιο σταθερή αξία στη ζωή μου είναι να υπερασπιστώ το φίλο μου. Θα ψευδομαρτυρήσω, θα ψευδορκήσω, θα σκοτώσει και θα είμαι μαζί του. Υπήρχε μια σκηνή στο Café Bagdad που ο Τζακ Πάλανς ρωτάει την ηρωίδα: «Θες να με παντρευτεις;» και αυτή λέει: «Πρέπει να ρωτήσω τη φίλη μου». Έχω κλάψει μ’ αυτή την ατάκα.

Θάψιμο: Η Ζυράννα Ζατέλη έγραψε ένα ωραίο βιβλίο, την «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» και αυτό ήταν γιατί πριν απ’ αυτήν υπάρχει η Έρση Σωτηροπούλου. Ο Μαρκές δεν μου αρέσει, πιστεύω οτι είναι κάτι για να ξεχνιούνται οι άνθρωποι. Η εποχή αυτή ευνοεί τις τεράστιες παρεξηγήσεις: το να γράψει ένας α λα μανιέρ ντε Μαρκές και να θεωρηθεί αυτόν οτι είναι σπουδαίο βιβλίο. Δεν είναι. Το να υπάρξει ένας Πανιάρας που τον στηρίζει μια γκαλερί από πίσω του και πασπαλίζει τις κολώνες με ακρυλικό, όταν υπάρχει ο Εδουαρδος Σακαγιάν. Αυτός είναι ο καλύτερος Έλληνας ζωγράφος για μένα. Το να υπάρχουν κάποιοι ποιητές που είναι δημοσιοσχεσίστες  και να μην υπάρχει η Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Αυτή είναι ποιήτρια, όχι αρχίδια. Καλά, για τη ζωγραφική να μη σου πω!!Εκείνοι οι άνθρωποι πως ζωγραφίζουν όταν υπάρχει ένας Φράνσις Μπέηκον; Δηλαδή, δεν έχουν καταλάβει ένα πούτσο τι έχει γίνει;

Παρίσι: Κάποτε στο Παρίσι, βρέθηκα στη μέση του πουθενά. Κοιτούσα μια αφίσα. Ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο και αυτή του έλεγε «πήγαινέ με στην άκρη του κόσμου» που για μένα σημαίνει σώσε με. Και ο άλλος απαντούσε «Με δυο χιλιάδες φράγκα, αγάπη μου, σε πάω». Ήταν διαφήμιση ταξιδιωτικού γραφείου. Στέκομαι. Είμαι στο μετρό. Είμαι 20 χρονώ. Συνειδητοποιώ. Είμαι σ’ ένα σταθμό, κάτω απ’ τη γη, δηλαδή αρχίζω να ζω κι εγώ κάτω από τη γη. Είναι φοβερό. Αυτοί δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, εγώ όμως έρχομαι από την Ελλάδα, απ’ το Φως το αττικό. Δίπλα μου είναι μια με τρεις σακούλες στο χέρι  κι ένα σπασμένο παιχνίδι , πιο δίπλα μια άλλη με ένα μπουκάλι στο χέρι, παραδίπλα κάτι μουνίτσες με μίνι που στέκονται όρθιες για να δουν τα πόδια τους όλοι, το τραίνο έρχεται, λαθρομετανάστες, Τούρκοι, κι εγώ βρίσκομαι στην άκρηκαι εκεί που έχω πει» έχω σταθεί λίγο στο όνειρο», κοιτάζω τα φράγκα. Εκεί κατάλαβα αυτό το μικρό πράγμα. Οτι αυτό το απόσπασμα ζωής είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε.

Στομάχι: Δεν μ’ αρέσουν τα σούπερ μάρκετ, ψωνίζω σε παντοπωλείο. Απ’ όταν γεννήθηκα, έτρωγα πάντα πολύ καλά. Η γιαγιά μου είχε μέσα της τη χαρά της ζωής. Δεν θα σερβίριζε ποτέ ένα ολόκληρο μπούτι αρνίσιο στο τραπέζι-αυτό το πράγμα έχει τη θέση του μόνο στο βουνό. Μου έλεγε: «Δεν γεννήθηκες για να τρως τυρόπιτες. Αν πεινάς στο σχολείο, πάρε ψωμί και τυρί. Και το τυρί να είναι τέτοιο που να μην ιδρώνει». Αγαπώ την καλή κουζίνα και την φιλοσοφία της.

Πάλκο: Βγαίνω στο πάλκο γιατί είναι όλη μου η μνήμη. Αυτή που θα ήθελα να είμαι. Θα ήθελα να έχω γεννηθεί φτωχιά σε μια άνυδρη περιοχή όπως την έδωσε ο Δαμιανός στην «Ευδοκία». Όλοι με τον ίδιο πλάγιο λογο μιλάμε, της Ευδοκίας, και το ίδιο πουτάνες είμαστε.

Αυτοκτονία: Εγώ είμαι υπέρ. Την ζωή μας δεν την αποφασίζουμε, όμως τον θάνατό μας πρέπει να τον αποφασίζουμε εμείς.  Ο καλύτερος θάνατος είναι να πεθάνεις την ώρα που έχει τελειώσει η ζωή σου με κάποιον, γιατί έχει πεθάνει αυτός.

Προσευχή: Σίγα να μην προσεύχομαι. Δεν πιστεύω στο Θεό από3-4 ετών. Τα ήξερα όλα. Δεν πιστεύω σε τίποτα.

Γυναίκες: Αν ήμουν άντρας, δεν θα πήγαινα με γυναίκα παρά μόνο με σκυλί. Το σκυλί το έχει προσδιορίσει ο Μπωντλέρ. Είναι σκύλα, αποτρόπαι, φυσική, που καυλώνει  και θέλει να γαμηθεί, που πεινάει και θέλει να φάει και να κοιμηθεί. Θα πρέπει να βρεθεί ένας άντρας πολύ ακομπλάριστος, που να μη φοβάται τα θηλυκά στοιχεία ενός χαρακτήρα. Το θηλυκό αρχέτυπο σίγουρα είναι η πολύ καλκατσιάρα, η καραπουτανάρα, δηλαδή «πετάγομαι να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα, και θα γυρίσω σε δυο ώρες γιατί θα περάσω κι απ’ τη Βίκυ».

Νταβάδες: «Με παρέσυρε το ρέμα, μάνα μου δεν είναι ψέμα, καίγομαι γι’ αυτή και λιώνω». Είναι αυτό που λέει η πουτάνα στον νταβά : «Στα δίνω όλα, να μην έχω τίποτα παρά μόνο εσένα». Μακάρι να είχαμε περισσότερους νταβάδες, να τα δίνουμε όλα και να μην έχουμε τίποτα. Go between νταβατζιλίκια.

01

πηγή Lifo

Πικρή Εποχή.


new_york7 (1)

____________

Θυμούμαστε πως στον κόρφο μας/φώλιαζε ένα πουλί/μας εκρατούσε από το χέρι η περηφάνια/μας εκρατούσε από το χέρι η οργή/και προχωρούσαμε/με τ’ όραμα μισού πέδιλου από λάστιχο αυτοκινήτου/με τ’ όραμα μισού σπειριού μπομπότας./Δε μας εφύρισε πίσω ποτέ η βροχή/κι ο άνεμος που μας σώριαζε στο δρόμο./Τα ξεσχισμένα πόδια μας δε χάθηκαν στη λάσπη/φυλάξαμε τα μάτια μας να μη τα σβήσει η καταχνιά/τα ξυλιασμένα χέρια μας κρατούσαν την καρδιά μας/μη την σκοτώσει η ανημποριά μη την κερδίσει η πίκρα./Κι όταν πουλούσε η μάνα μας τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της/για ένα κινίνο ή δυο κλωνιά σταφίδα/εμείς μαθαίναμε να περιμένουμε τη λευτεριά.

Δεν κλάψαμε ποτέ.

Θωμάς Γκόρπας

Ένας άνδρας και μια γυναίκα.


Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε
Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά
Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή
Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή
Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου
Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις
Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία
Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις
Δεν θέλω τίποτα να ξέρω
Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις
Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου
Τρομερή η πλεονεξία-σου
Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη
Καλά λέει εκείνος και φεύγει
Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα
Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω
Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽ στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες
Να τώρα είμ᾽ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδια να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη
Λοιπόν υπάρχει ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται τον μεγάλο-του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνάει μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνάει μια
άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου
πίσω από μια αφίσα…
_____
 το τέλος της ιστορίας του Jacques Prévert δικό σας…
il_570xN.61262596
***
Ποίημα του Ζακ Πρεβέρ που αφηγείται μία συνηθισμένη ερωτική ιστορία, από αυτές που βίωσαν και βιώνουν καθημερινά όσοι ερωτεύθηκαν…  Μία ερωτική ιστορία της καθημερινότητας με χιλιοειπωμένες στερεότυπες φράσεις που ανταλλάσσουν μία γυναίκα και ένας άνδρας..

1Χ1 [μία φορές το ένα]


ee-cummings-poetry-gallery-launch_165128766464

το ένα δεν είναι μισό δυο. είναι τα δυο μισό του ένα:
κι αν ξανά ολοκληρωθούν αυτά τα μισά, δε θα τύχει
θάνατος κι οποία ποσότητα μα από
όλα τ αριθμητά πλείστα το αληθινά περσότερο

πειράζει αυτούς που αγνοούν την αυστηρή θαυμάσια
αυτή την κάθε αλήθεια – να φυλάγεσαι απ ‘ αυτούς τους άκαρδους
(όταν το νυστέρι τους δοθεί, ανατέμνουν το φιλί
η , ξεπουλάνε τη λογική και ξονειρευουν τ Όνειρο )

το ένα είναι το τραγούδι που δαιμονικά κι άγγελοι τραγουδάνε
όλα τα δολοφόνο ψέματα που λέγονται από τους θνητούς κάνουνε δυο.
Οι ψεύτες ας μαραίνονται, ξεπληρώνοντας τη ζωή που τους δανείστηκε
εμείς (με κάποιο Δώρο που το λεν γέννηση με τον πεθαμό) πρέπει ν αναπτύξουμε

βαθιά στο σκοτεινό ελάχιστο τους εαυτούς μας να θυμούνται
πως η αγάπη μόνο ιππεύει τη χρόνια του.

Όλα χασ τα, τ όλο βρες

e.e. cummings

(1894-1962)

O Έντουαρντ Έστλιν Κάμινγκς γνωστός ως ee cummings υπήρξε ποιητής, ζωγράφος, δοκιμιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός συγγραφέας από τις ΗΠΑ με ένα μεγάλο έργο που περιλαμβάνει περισσότερα από 900 ποιήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, σχέδια, πίνακες και δύο μυθιστορήματα. Θεωρείται πρωτεργάτης της μοντέρνας ποίησης και ως τέτοιος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μέχρι σήμερα. Συνέχεια

Το όνομά μου είναι αγάπη μου.


img_6941

διαδρομές και τελετές ενηλικίωσης- για ανθρώπους που ποτέ δεν θέλησαν να ενηλικιωθούν σε

έναν κόσμο που το μόνο που ξέρει είναι να αφαιρεί.

το παιχνίδι, όπου στο τέλος νικητές και χαμένοι ξαναμοιράζονται σε ομάδες

αυτο λείπει- το παιχνίδι. κι αυτό ψάχνεις, για αυτό ξεψυχάς μέσα σε τόνους μπετόν

μέσα σε δάση από κορμιά ενηλικίωσης

γερνάς αναπάντεχα, ανελέητα- χωρίς ήλιο

και ζητάς από τον έρωτα να σου ξορκίσει το θάνατο

αυτόν που επαναλαμβάνεις κάθε μέρα τελετουργικά

μέχρι να ριζώσει στο βλέμμα σου

αυτή η μελαγχολία, η ασυνέπεια χαράς- το τρίτο ποτήρι αλκοόλ, το δέκατο τρίτο τραγούδι

το έλα πάμε από την αρχή

πόσο πρέπει να μοχθήσεις για μια ακόμα αρχή

πόσο πρέπει να βασανιστείς για να μηδενίσεις

όλοι φοβούνται

κι εσύ κι ο διπλανός σου

φωλιές καταπολέμησης του πόνου, του φόβου

εστίες αντίστασης σαν κύτταρα του ανοσοποιητικού

η αλήθεια έχει το πρόσωπό μας

μετά από ξενύχτι

η αλήθεια έχει το όνομά μας

αυτό που ξεχάσαμε να προφέρουμε μετά από τόσα επίθετα

τίτλους κοινωνικής καταξίωσης και πρόσημα αναρρίχησης σε αξιακές κλίμακες

το όνομά μου είναι αγάπη μου

από χείλη αγαπημένα

όλοι μα όλοι έχουμε το ίδιο όνομα

ενα κοινό παρονομαστή που μηδενίζει

για να απειρίσει η ύπαρξη

Άννα Νιαράκη

Προσωπικό.


Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

DSC_0771-1-@=1

Γκανάς Μιχάλης

Οδός Ακροπόλεως.


ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΟ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΓΡΑΦΗΝ ΑΥΤΗ

Αλλ’ ή πρόσθε θανείν

Ή έπειτα γενέσθαι

 

Ένα δύο  φορές το χρόνο ανεβαίνω στην Ακρόπολη να ξεναγήσω τους μαθητές μου. Όλοι τους είναι φύραμα γόνιμο. Φοιτητές του Αθήνησι, δάσκαλοι μετεκπαιδευόμενοι στο Μαράσλειο και μάχιμοι εκπαιδευτικοί των ΠΕΚ, φυσικοί, μαθηματικοί, βιολόγοι, χημικοί, φιλόλογοι.

Καθώς ανηφορίζουμε Κυριακή πρωί στο Ιερό, είμαστε η Συνοδεία του Διονύσου, που λέει ο ποιητής. Το μεσημέρι πίνουμε το καφεδάκι μας στο Λουμπαρδιάρη Και Καπνίζουμε και ένα «θανατερό».

Η περιήγηση μας επάνω στο Βράχο δε μοιάζει τόσο σπουδή αρχαιολογική. Περισσότερο είναι μια περιδιάβαση στοχασμού και άσκηση οδύνης. Γίνεται μια πορεία από το ανθρακικό ασβέστιο στο θειϊκό ασβέστιο με όχημα την όξινη βροχή. Καταπώς ορίζει πια η αρειμάνια τεχνολογία μας.

Η ορειβασία αρχίζει από τα μαύρα ρούχα και τα δάκρυα του Ηρώδη του Αττικού για τον πρόωρο χαμό της τρυφερής Ρήγιλλας και το Ωδείο που της έκαμε δώρο. Προχωρούμε στο μάτι της Ακρόπολης με την ενοχλητική του τσίμπλα, το βάθρο δηλαδή του στρατηγού Αγρίππα που κάποτε ήταν για τους τοτεσινούς έλληνες ό,τι είναι για τους σημερινούς το άγαλμα Τρούμαν μπροστά στο Ωδείο Αθηνών. Μιλάμε γα τους κίονες του Παρθενώνα και των Προπυλαίων, καθώς και για τις Καρυάτιδες, στην προσπάθεια να φανερωθεί ότι η Ακρόπολη είναι εργολαβία ιωνική, σύλληψη όμως και καταλαμπή Δωριέων. Φιλοσοφούμε ύστερα πάνω στον αισθητικό λόγο της «κλασικής ευθείας» σε αντίθεση προς τις βυζαντινές «κυρτή και κοίλη» και φιλοκαλούμε με τις γεωμετρικές καμπύλες των παραλλήλων που μελέτησε ο μαθηματικός Καραθεοδωρής. Λέμε και άλλα πολλά ή λίγα, η σημασία τους κρέμεται από τον τρόπο όπου θέλει τινας να τα θεωρήσει, καθώς έλεγε ο Σολωμός για τις μάχες του Βοναπάρτη. Έτσι παρατηρούμε λ.χ. τη Λαπιθίδα και τον τορνευτό μηρό της που ταράζει το αίμα του Κενταύρου και τελειώνουμε στο ναό του Μοσχοφόρου και την Κόρη του Ευθυδίκου που την είδε κάποτε ο Ελύτης να κλαίει.

Είναι σεμνή η πομπή μας. Μόνο που σε μια στιγμή, ωσάν φθάνουμε κάτου από τη γαλανή σημαία μας, αρχίζω να τινάζω κατά τη θάλασσα και τα όρη της Αττικής τις βεγγαλικές βλαστήμιες μου. Γιατί εκεί είναι που διαβάζουμε την επιγραφή για το Σάντα και το Γλέζο στην τοιχισμένη πλακέτα.

Λέω τοιχισμένη για να θυμίσω εκείνον τον τουρκόπαπα, τον καταδότη με τους μουτακερέδες, που τον έπιασε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τον έχτισε ζωντανό στον τοίχο μαζί με τις άλλες πέτρες και τον ασβέστη.

Και βέβαια τίμιε αναγνώστη,  που ο Σάντας και ο Γλέζος είναι ήρωες. Γιατί κατέβασαν και ταπείνωσαν τη σημαία των ναζί. Πράξη που δεν είναι μόνο παληκαριά, αλλά κλείνει μέσα της φαντασία ποίησης και υποβολή συμβόλου. Οι Σάντας και Γλέζος αξίζουν να δοξάζουνται στα εστεμμένα ηρώα της μνήμης του έθνους.

Έλα όμως σε φόβο ανθρώπου και γνώση θεού και ειπέ μου: τι λογής προβατοκέφαλοι Υβριστές ήσαν εκείνοι που είχαν την ιδέα να πάνε να κρεμάσουν ετούτη την πλακέτα στην Ακρόπολη; Όσο η ίδια η πράξη από τους δράστες υπήρξε στιβαρή, τόσο ο επικαταλογισμός της από τους θαυμαστές στέκεται χυδαίος και λοιδωρία τόπου.

Ακρόπολη είναι αυτή, ελληνάδες μου! Δεν είναι το Ηραίον τείχος, ούτε η Αγορά των αργείων, ούτε το θέατρο της Περγάμου. Εδώ έρχονται ολοχρονίς και ασταμάτητα σκύθες και βουσμάνοι, ιάπωνες και γροιλανδοί, ν’ ανεβούνε και να γονατίσουν. Ωσάν το Ρενάν και την προσευχή του.

Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Κορακαρούμ και το Έβερεστ του Πλανήτη μας. Όσοι έχουν αίσθηση και συναίσθηση και εναίσθηση του τι σημαίνει ν’ ανεβείς εδώ, αυτοί γνωρίζουν πως χρειάζεται να σπαταλήσουν τόση δύναμη ύπαρξης, όσο αντοχή οργανισμού σπατάλησαν οι μετρημένοι ορειβάτες που ανέβηκαν στο Έβερεστ και στο Κορακαρούμ.

Γιατί εδώ, μέσα στη λευκή πέτρα έπηξε η μουσική του κόσμου. Εδώ η γνώση, το μέτρο, η τάξη και ο αγώνας του ανθρώπου ελάβανε το χρίσμα εκείνων των νόμων που υψώνουν τη φύση σε κόσμημα και κόσμο.

Στην Ακρόπολη για μία μόνο φορά ο άνθρωπος και η πράξη του έσωσαν να πηδήξουν από το είδωλο στο παράδειγμα, από το παράδειγμα στο αρχέτυπο, και από το αρχέτυπο στο φυτούργημα. Στο αχνάρι ετούτο τυπώθηκε η σταθερή και ανώλεθρη οδηγία ζωής για όλες τις ερχόμενες φυλές και κάθε μελλοντικό πολιτισμό.

Και από την άλλη μεριά δεν είναι μόνοι οι Σάντας και Γλέζος που ευδοκίμησαν απάνου στην Ακρόπολη. Είναι και άλλοι ήρωες και μάλιστα πολύ ηρωότεροι, εάν η ανδρεία έχει αναβαθμούς.

Εδώ, στον ξύλινο Κουλέ, εκρεουργήθηκε ο πρώτος αθλητής Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έπεσε όρθιος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος Γκούρας. Και καταπλακώθηκε μέσα στο Ερεχθείο η νεαρή του χήρα. Εκείνη η ασημόβεργα, η φιλντισοκοκαλένια που τη φώναζαν Νταλιάνα.

Εδώ, στις Κάμαρες του Σερπετζέ, ο τίμιος και πικρός Μακρυγιάννης έλαβε τις λαβωματιές του, που όσο έζησε ύστερα τις έφερνε και τις φορούσε στο «σκουληκιασμένο» του σώμα.

Είναι άνδρες επιφανείς, που δεν έδρασαν απλά στην Ακρόπολη, αλλά έπεσαν κιόλας. Και δεν βρέθηκε κανείς ούτε φρόνιμος ούτε παράφρονας να προτείνει να τους χαράξουν γράμματα και επιγραφή πάνω σε τούτο το σεμνό θέμελο του κόσμου.

Στείλτε τον ταχυδρόμο να φωνάξουν τον υπουργό του πολιτισμού και κάθε άλλο τίμιο και πάσχοντα έλληνα και άνθρωπο, για να αφαιρέσουν από το πρόσωπο του Βράχου την επιγραφή αυτή, που στέκεται παράταιρη και περιττή και υπέρογκη.
Είναι ηλιακή κηλίδα, που λένε οι ηλιολόγοι και κρίκος από μπακίρι στο λαιμό της Ελένης..

Αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη
«ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ»

hqdefault

hqdefault (1)

(Ann Sexton) …σύγχρονο μοντέλο του εξομολογητικού ποιητή.


 

Η Ερινύα της εγκατάλειψης (απόσπασμα)

Με εγκατέλειψαν εδώ έξω

κάτω από τα στεγνά αστέρια

χωρίς παπούτσια, δίχως ζώνη,

και κάλεσα τη Διάσωση Α.Ε.

– αυτό το ντεμοντέ χοτ λάιν –

φωνή καμία.

Αφημένη στα δικά μου χείλη, τα αγγίζω,

τα δικά μου ρουθούνια, ώμους, στήθη,

αφαλό, στομάχι, κοιλιά, γόνατο, αστράγαλο,

τα αγγίζω.

***

images (2)

Η Ανν Σέξτον γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1928 στη Μασαχουσέτη των Η.Π.Α. Η σχέση της με την ποίηση άρχισε από τα 17 της χρόνια, μιας που, όπως φαίνεται, το μικρόβιο που και η μητέρα της είχε με την συγγραφή, πέρασε και στην ίδια.
Παντρεύτηκε και έγινε μητέρα νωρίς, παλεύοντας μέσα της να υπηρετήσει σωστά τους δύσκολους αυτούς ρόλους, ενώ την ίδια στιγμή, να βιώσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία από τα όποια κοινωνικά στεγανά. Η διελκυστίνδα αυτή, με φόντο επίσης τα έντονα οικονομικά προβλήματα, τη διέλυσε και πολύ σύντομα, μετά τον χαμό της αγαπημένης της μητέρας, το 1954, η Σέξτον της ήδη εύθραυστης ψυχολογίας, εμφανίζει τα πρώτα έντονα σημάδια κατάθλιψης. Δε θα αργήσει να φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, που θα εξελιχθεί σε ένα εσωτερικό εργαστήρι παράνοιας και καταστροφής.

Μια φορά κι έναν καιρό
στον κόσμο ήμουν το μοναδικό παιδί που του απαγόρευαν
στο μαντρότοιχο ν’ ανεβαίνει. Δεν τολμούσα να μιλήσω δυνατά
πάνω απ’ του βικτοριανού σπιτιού τις σπάνιες αντίκες.
Οι κούκλες μου ήταν καθωσπρέπει, περίμεναν παραταγμένες.
Η κάμαρά μου ψηλοτάβανη, μοναχική και γεμάτη αντηχήσεις.
(Δεκαοχτώ μέρες χωρίς εσένα)

Μοναδικό αποκούμπι ενάντια στη θλίψη που την κατατρώει, η ποίηση. Η πρώτη της συλλογή κυκλοφορεί το 1959, μια περίοδο που η Σέξτον παραπαίει ανάμεσα σε απόπειρες αυτοκτονίας και νοσηλεία σε ιδρύματα. Το έργο της, ωστόσο, τυγχάνει θερμής υποδοχής. Η δεκαετία του 1960 θα της φέρει επιτυχία, λογοτεχνική και ακαδημαϊκή αναγνώριση, καθώς επίσης και το βραβείο Πούλιτζερ το 1967, για το βιβλίο της “Ζήσε ή πέθανε”. Η ίδια όμως, βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ψυχική ασθένεια, τίποτα δε μπορεί να χαρεί – τίποτα υλικό, άλλωστε, δε δίνει νόημα σε μια ζωή που δε ζει.

Έχω μια όψη μαύρη που δεν
μ’ αρέσει. Μια μάσκα είναι που την προβάρω.
Αποδημώ προς το μέρος της κι ο βάτραχός της
κάθεται στα χείλη μου αφοδεύοντας.
Είναι γέρος. Είναι κι άπορος.
Προσπάθησα να τον κρατήσω σε δίαιτα.
Δεν του δίνω κανένα καταπραϋντικό.
(Ξανά και ξανά και ξανά)

Ο ερωτισμός, η σεξουαλικότητα, η γυναίκα και η φύση της, μαζί με τις χίμαιρες που της γυρίζουν ένα χλωμό είδωλο σε ραγισμένο καθρέφτη, κυριαρχούν στην ποίησή της. Εξομολογητική, εσωτερική, προκλητική… όπως κι αν την πει κάποιος, η ποίηση της Σέξτον είναι η άλλοτε δυνατή και άλλοτε ψιθυριστή κραυγή μιας γυναίκας που ζητά μάρτυρες για το μαρτύριό της που καταγράφει, όπως εύστοχα σημειώνει και η μεταφράστρια, χωρίς όμως να στοχεύει στον οίκτο του αναγνώστη. Γιατί ήταν “ανυπεράσπιστη απέναντι στην τρυφερότητα”, όπως έγραψε η ίδια. Με αξιοπρέπεια.

Άσε με να βυθιστώ στο χαλί σου,
στ’ αχυρένιο σου στρώμα – οτιδήποτε προσφέρεται
γιατί το παιδί μέσα μου πεθαίνει, πεθαίνει.
(Το στήθος)

Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
(Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή)

Η ποίηση της Ανν Σέξτον, μέσα απ’ τον κυνισμό της είναι ξεχωριστά τρυφερή, αισθαντική και βαθιά ερωτική. Μέσα απ’ την απώλεια, την πληγή, τη θλίψη και τον θάνατο, είναι μια ποίηση για τη ζωή. Για όσα δεν προλαβαίνουν να ζήσουν. Για όσα ζούν, μονάχα πεθαίνοντας.

Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις
ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς,
και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν –
μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας
βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.
Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη,
αυτές τις μέρες,
δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο ν’ αποστρέφει τα μάτια της;
Άραγε δεν αισθάνομαι την πείνα να με διαπερνά τόσο
ώστε να προτιμώ να πεθάνω
απ’ το να την κοιτάξω καταπρόσωπο;

Γονατίζω άλλη μια φορά,
μήπως κι έρθει το έλεος
την τελευταία στιγμή.
(Τσιγάρα και ουίσκι και ατίθασες, ατίθασες γυναίκες)

Το έλεος όμως δεν ήρθε. Στις 4 Οκτωβρίου 1973, κάνει ακόμη μια απόπειρα αυτοκτονίας, τούτη τη φορά επιτυχημένη. Την βρίσκουν στο γκαράζ, μέσα στο αυτοκίνητό της, με αναμμένη τη μηχανή και ανοιχτό το ραδιόφωνο.

‘Όταν ο έρωτας κρατά … χαρτί και μολύβι.


Για τίποτε άλλο δεν έχουν επιστρατευθεί τόσες λέξεις προκειμένου να το σχολιάσουν όσο για την απουσία του αγαπημένου ή της αγαπημένης. Τα ερωτικά γράμματα των μεγάλων συγγραφέων, καλλιτεχνών ή και πολιτικών δεν αποτελούν απλώς λογοτεχνικά έργα αλλά είναι και άκρως αποκαλυπτικά

«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορέςκαλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε: «Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν’ αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ’αγαπημένα χέρια σου, όπως και να ‘ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό». Απαραίτητη προϋπόθεση για τη γένεση μιας ερωτικής επιστολής: η απουσία. Η ανάγκη για την καταγραφή των συναισθημάτων στο χαρτί (η αίσθηση κενού, ο πόνος, η αμφιβολία, αλλά και η αγάπη, η ελπίδα, η αναπόληση τρυφερών στιγμών) δεν γεννάται παρά μόνο όταν το αντικείμενο του πόθου δεν είναι άμεσα προσιτό.

Η ερωτική επιστολή παρουσιάζει έτσι μια ιδιόμορφη πρόκληση ­ πώς να βρει κανείς ποικίλους λεκτικούς τρόπους να πει ουσιαστικά ένα απλό πράγμα: «Μουλείπεις». Οσα άλλα στοιχεία ή πληροφορίες και να παρέχει ο γράφων (τι φοράει, πού βρίσκεται, τι είδε στο όνειρό του χθες βράδυ…) καταλήγει μοιραία στην ίδια ευχή: «Μακάρι τώρα να ήμουν δίπλα σου».

Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς κάτι τόσο προσωπικό με αντικειμενικά κριτήρια. Σίγουρα όμως υπάρχουν κάποιες ερωτικές επιστολές που ξεφεύγουν από τα στενά εκφραστικά πλαίσια του μέσου επιστολογράφου και εκτοξεύονται σε ύψη λυρικά, ποιητικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περιπτώσεις αυτές συνήθως προκύπτουν από τα ασκημένα χέρια μεγάλων συγγραφέων ή καλλιτεχνών. Σας παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Χένρι Μίλερ – Αναΐς Νιν

Η ερωτική σχέση τους ήταν αλληλένδετη με τη… συγγραφική: εκείνος συμπεριελάμβανε αποσπάσματα από την αλληλογραφία τους στα ημιαυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του (π.χ. «Ο τροπικός του καρκίνου», 1934), ενώ εκείνη κρατούσε αντίγραφα των γραμμάτων της για τον εμπλουτισμό του ημερολογίου της. Και οι δύο ήταν πρωτοποριακοί ­ τόσο σε σεξουαλικό επίπεδο όσο και σε λογοτεχνικό. «Ο Τροπικός του Καρκίνου» είχε απαγορευθεί επί σειρά ετών σε πολλές χώρες και «Ο Τροπικός του Αιγόκερω» δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ παρά μόνο το 1962 (33 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία). Τα ημερολόγια της Νιν ήταν τόσο «γλαφυρά» όσον αφορά τις εξωσυζυγικές περιπέτειές της, που απέφυγε να τα φέρει στη δημοσιότητα όσο ο σύζυγός της ζούσε. Τελικά εκδόθηκαν μετά θάνατον ­ όλα εκτός από έναν τόμο τον οποίο η ίδια περιέκοψε εκτεταμένα. Ηταν και οι δύο κυνηγοί των έντονων εμπειριών και ασπάζονταν το «πιστεύω» του Μίλερ ότι «πιο πρόστυχη απόόλα είναι η αδράνεια».

«Αναΐς, με κάνεις απίστευτα ευτυχισμένο έτσι όπως με κρατάς αδιάσπαστο ­ με αφήνεις να είμαι ο καλλιτέχνης χωρίς να καταργείς τον άνδρα, το ζώο, τον πεινασμένο, ακόρεστο εραστή. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου έχει δώσει όλα τα προνόμια που έχω ανάγκη· και εσύ,που τραγουδάς τόσο χαρούμενα, ναι, με προσκαλείς να πάω μπροστά, να είμαι ο εαυτός μου,να διακινδυνεύω τα πάντα. Σε λατρεύω γι’ αυτό. Εκεί είναι που ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, εκεί είναι που είσαι μια βασίλισσα. Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι.Δεν φοβάμαι καθόλου τη θηλυκότητά σου. Και πόσο έκαιγες χθες ­ μου άρεσε αυτό ­,διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες… Και σήμερα, παρ’ όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου ­ είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά… Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω» (10 Μαρτίου 1932, Hotel Central, Παρίσι).

Αναΐς Νιν – Τζουν Μίλερ

Η Νιν άρχισε να κρατά ημερολόγιο το 1914, όταν ήταν 11 χρόνων, και δεν σταμάτησε να γεμίζει τις σελίδες του σε καθημερινή σχεδόν βάση ως τον θάνατό της, το 1977. Αν και ασχολήθηκε με άλλα λογοτεχνικά είδη, θεωρούσε ότι το ημερολόγιό της αποτελούσε την πιο αυθεντική μορφή έκφρασης. Χάρη στο έργο αυτό μαθαίνουμε ότι εκτός από τον Χένρι Μίλερ, η Νιν ένιωσε έντονη ­ και μάλιστα εντονότερη ­ ερωτική έλξη για τη γυναίκα του συγγραφέα, την Τζουν. Η Νιν περιγράφει πως όταν γνώρισε την Τζουν για πρώτη φορά στο Παρίσι «ο Χένρι έσβησε. Εκείνη ήταν χρώμα, λάμψη, ιδιαιτερότητα… η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο». Πέρασαν μαζί τέσσερις εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων αντάλλασσαν δώρα και φιλιά. Δεν ολοκλήρωσαν σεξουαλικά τη σχέση τους και η Τζουν επέστρεψε τελικά στη Νέα Υόρκη. Η Νιν και ο Μίλερ συνέχισαν να είναι μαζί. Συχνά ο ένας κατηγορούσε τον άλλο ότι σκεφτόταν την Τζουν. Το ημερολόγιο της Νιν τελειώνει αινιγματικά (όσον αφορά το συγκεκριμένο τρίγωνο): «Ο Χένρι έρχεται σήμερα το απόγευμα και αύριο θα βγω με την Τζουν».

«Τζουν… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα σε ξαναδώ να έρχεσαι προς το μέρος μου,ξεπροβάλλοντας από τα σκοτάδια του κήπου. Περιμένω μερικές φορές στο σημείο όπου συνηθίζαμε να συναντιόμαστε, προσδοκώντας να σε δω ξανά να περπατάς προς το μέρος μου, ξεμακραίνοντας από το πλήθος ­ εσύ, τόσο ξεχωριστή και μοναδική. Οταν έφυγες, το σπίτι άρχισε να με πνίγει. Ηθελα να βρεθώ μόνη μου με την εικόνα σου… Νοίκιασα λοιπόν ένα στούντιο στο Παρίσι, ένα μικρό, ετοιμόρροπο διαμερισματάκι και καταφεύγω εκεί τουλάχιστον λίγες ώρες την ημέρα. Ποια είναι όμως αυτή η «άλλη« ζωή που θέλω να ζήσω χωρίς εσένα; Μερικές φορές πρέπει να φαντασθώ ότι είσαι παρούσα, Τζουν. Νιώθω σαν να θέλω να γίνω εσύ. Ποτέ άλλοτε δεν θέλησα να γίνω κανένας άλλος εκτός από τον εαυτό μου.Τώρα θέλω να λιώσω μέσα σου, να έρθω τόσο απίστευτα κοντά σου που ο εαυτός μου ναεξαφανισθεί…» (Φεβρουάριος 1932, Παρίσι).

Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ – Μαίρη Γουέλς

Η ερωτική ζωή του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο και τα μυθιστορήματά του. Εκανε τέσσερις γάμους και η Μαίρη Γουέλς ήταν η τελευταία στη σειρά. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο, όπου εκείνη δούλευε ως ρεπόρτερ. Ο Χέμινγκγουεϊ ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, τη Μάρθα Γκέλχορν, σκεφτόταν όμως σοβαρά να χωρίσει. Μια ημέρα, μπαίνοντας σε ένα λονδρέζικο εστιατόριο , συνάντησε ένα γνωστό του που έτρωγε με μια γοητευτική ξανθιά. Κάθησε στο τραπέζι τους και όταν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο Χέμινγκγουεϊ δεν δίστασε να ζητήσει από τη συνοδό τού φίλου του να βγουν για φαγητό. Εκείνη, που δεν ήταν άλλη από τη μελλοντική κυρία Χέμινγκγουεϊ, δέχτηκε. Ετσι εν μέσω πολέμου ξεκίνησε μια ρομαντική ιστορία που διακόπηκε από την αναχώρηση του ήρωά μας για την Ευρώπη. Η σχέση ενδυναμώθηκε μέσα από την τακτική αλληλογραφία του ζευγαριού που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για να επανασυνδεθεί στο ρομαντικό Παρίσι. Τελικά το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε: έμειναν στο δωμάτιο 31 του «Ritz», όπου, σύμφωνα με τη Μαίρη Γουέλς, τρέφονταν «σχεδόν αποκλειστικά με σαμπάνια Lanson Brut και το θαύμα της συνύπαρξής μας έπειτα από τόσο καιρό». Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από τη Γερμανία, όπου ο Χέμινγκγουεϊ ταξίδευε ως πολεμικός ανταποκριτής:

«Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ’ αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική… Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς… Γι’ αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη μου και για χάρη μας και μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ­ ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στον θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στουςφόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα ­ για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στο κρεβάτι και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ τηνπλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα ­ και για χάρη της καλοσύνης,της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι…» (13 Σεπτεμβρίου 1944).

Πάμπλο Νερούντα – Ματίλντε Ουρούτια

Γεννημένος στη Νότια Χιλή το 1904, ο Νερούντα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εκτός από ποιητής, αντιπροσώπευσε τη χώρα του και ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον Εμφύλιο. Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.

«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ’ τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο:τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους…» (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός σονέτου.]

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα – Σαλβαντόρ Νταλί

Οταν ο Λόρκα συνάντησε τον Νταλί το 1923, ο ψηλόλιγνος ζωγράφος φορούσε κομψά ρούχα και είχε τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω σαν τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. «Ηπροσωπικότητα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μου έκανε τρομερή εντύπωση» έγραψε ο Νταλί στα απομνημονεύματά του. «Το ποιητικό φαινόμενο στην ολότητά τουπαρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου με σάρκα και οστά, κόκκινο σαν αίμα, ανάστατο,πηχτό και θεϊκό, τρέμοντας με χιλιάδες φωτιές τεχνασμάτων και υπόγειας βιολογίας, όπως κάθε ύλη προικισμένη με την αυθεντικότητα της μορφής της». Για τα επόμενα πέντε χρόνια οι δύο διακεκριμένοι αυτοί Ισπανοί απόλαυσαν μια δυνατή φιλία και καλλιτεχνική συνεργασία. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα: ο Λόρκα ένιωθε για τον Νταλί μια ερωτική έλξη στην οποία ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους ο Λόρκα έγραψε αισθησιακά, σουρεαλιστικά ποιήματα που ξεχειλίζουν από ανεκπλήρωτο πόθο, ενώ ο Νταλί ζωγράφισε το πρόσωπο και το σώμα του Λόρκα σε ποικίλες εκδοχές ­ καμιά φορά και ως σκιά του εαυτού του. Δυστυχώς έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα από τα γράμματα του Λόρκα προς τον Νταλί. Σε αυτό που ακολουθεί ο ποιητής αναπολεί στιγμές από τη διαμονή τους στο Καντακές, στην Κόστα Μπράβα. Το σπίτι όπου έμεναν απείχε μόλις μερικά μέτρα από τη θάλασσα. Σύντομα επήλθε ο χωρισμός και οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο μία ακόμη φορά, ένα βράδυ στη Βαρκελώνη, ύστερα από επτά χρόνια.

«Το Καντακές έχει τη ζωτικότητα και τη σταθερή, ουδέτερη ομορφιά ενός μέρους όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη και όπου κανείς δεν μοιάζει να το θυμάται αυτό… Σήμερα είσαι μέσα. Από εδώ που κάθομαι ακούω (α, μικρό μου αγόρι, τι θλιβερό!) τον απαλό παφλασμό του αίματος της «Ωραίας κοιμωμένης του δάσους των συσκευών» (στον πίνακά σου με τον Αγιο Σεβαστιανό), καθώς και το κροτάλισμα δύο μικρών θηρίων ­ σαν τους ήχους ενός φιστικιού που σπάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου «Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα») είναι το καλύτερο «ποίημα» με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς ­ έχει περισσότερο αίμα από όλο όσο χύθηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη… Η εντύπωση που μου δίνει η Βαρκελώνη είναι ότι όλοι παίζουν και ιδρώνουν σε μια εναγώνιαπροσπάθεια να ξεχάσουν. Ολα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική τηςφλόγας ­ όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα… Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε» (Ιούλιος 1927, Βαρκελώνη).

Σαρλ Μποντλέρ – Απολονί Σαμπατιέ

Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε… επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:

«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι’ αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα ­ αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Οταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος ­ δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ­ ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Οσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).

Αντον Τσέχοφ – Ολγα Κνίπερ

Ο μεγάλος ρώσος θεατρικός συγγραφέας (1860-1904) είδε για πρώτη φορά την Ολγα Κνίπερ τον Σεπτέμβριο του 1898, καθώς παρακολουθούσε μια πρόβα ενός έργου του Τολστόι, του «Τσάρος Φιόντορ Ιοάνοβιτς», όπου εκείνη έκανε την Ιρίνα, τη γυναίκα του τσάρου. «Η φωνή της, η ευγένειά της, η ειλικρίνειά της ­ όλα είναι τόσο φίνα που σου προκαλούν ένα σπασμό στον λαιμό… Αν έμενα στη Μόσχα, θα ερωτευόμουν οπωσδήποτε αυτή την Ιρίνα». Συναντήθηκαν ξανά και η Ολγα έπαιξε ένα ρόλο στον «Γλάρο» του. Παντρεύτηκαν το 1901. Οι βιογράφοι διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Τσέχοφ πριν και μετά τον γάμο του με την Κνίπερ. Ολοι όμως συμφωνούν ότι το ζευγάρι αγαπιόταν με πάθος και τρυφερότητα. Συχνά αναγκάζονταν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Ολγας κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να αλληλογραφούν. Τα γράμματά τους διακρίνονται για την ευρύτατη χρήση χαϊδευτικών ονομάτων: κουταβάκι, κροκοδειλάκι, κατσαριδούλα, χρυσόψαρο, πέρκα… Η Ολγα ήταν στο πλευρό του Αντον στη Γερμανία, όταν ξαφνικά ένα πρωινό του 1904 ο σφυγμός του έγινε αδύναμος και η αναπνοή του ακανόνιστη. Ο γιατρός ήρθε εσπευσμένα και παρήγγειλε ένα μπουκάλι… σαμπάνιας για να τον συνεφέρει.«Πεθαίνω» είπε ο Τσέχοφ, πίνοντας στην υγεία της γυναίκας του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήπια σαμπάνια». Στη συνέχεια ξάπλωσε και πέθανε.

«Τι απαίσιο όνειρο που είδα! Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποια που δεν ήταν εσύ ­ κάποια γυναίκα φοβερά απωθητική, μια ξιπασμένη καστανομάλλα ­ και το όνειρο αυτό κράτησε πάνω από μία ώρα. Τώρα αυτό πώς το ερμηνεύεις; Θέλω να σε δω, γλυκιά μου. Θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τη μοναδική μου γυναίκα… Δεν έχω κανένα νέο.Το μόνο θέμα συζήτησης εδώ πέρα είναι οι Γιαπωνέζοι… Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σε προστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη… Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά» (Γιάλτα, 6 Μαρτίου 1904)

Λόρδος Μπάιρον – Λαίδη Κάρολιν Λαμπ

Οταν η Κάρολιν Λαμπ συνάντησε τον Λόρδο Μπάιρον, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος». Συγχρόνως προφήτευσε: «Αυτό το όμορφο χλωμό πρόσωπο θα είναι η μοίρα μου». Και πράγματι ήταν ­ τουλάχιστον για τους τρεις μήνες που διήρκεσε η σχέση τους. Μετά εκείνος άρχισε να τη βαριέται. Οχι ότι ήταν καμιά αξιολύπητη γυναικούλα που έπεσε θύμα αυτού του άκαρδου καρδιοκατακτητή. Αντιθέτως, ήταν μια φημισμένη κοκέτα με πληθώρα κατακτήσεων. Ο ίδιος ο Μπάιρον την περιέγραψε ως «το πιο παράλογο, επικίνδυνο και σαγηνευτικό πλάσμα στη γη». Η Κάρολιν δεν φημιζόταν για τη διακριτικότητά της και έτσι τα κουτσομπολιά για τη σχέση της με τον Μπάιρον έφθασαν γρήγορα στα αφτιά του άντρα της, που της απαγόρευσε να βλέπει τον εραστή της. Ακολούθησαν πολλοί τσακωμοί, υστερίες, απειλές και γενικά η σύντομη αυτή ερωτική ιστορία δεν ήταν μία από τις πιο ευχάριστες. Ο Μπάιρον προτίμησε τελικά τη συντροφιά της πολυαγαπημένης ετεροθαλούς αδελφής του, της Αυγούστας, και έτσι εγκατέλειψε την Κάρολιν. Το 1814 η Αυγούστα γέννησε μια κόρη ­ πιθανότατα του Μπάιρον: όλη η Αγγλία σκανδαλίστηκε και εκείνος έφυγε από τη χώρα.

«Αγαπημένη μου Κάρολιν… Αν τα δάκρυα ­ τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω ­, αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε ­ αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποια είναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου,τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω. Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ­ ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου ­ τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε…Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό… ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ ­ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).

Οσκαρ Γουάιλντ – Λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας

Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως συγγραφέα του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι». Ο Οσκαρ Γουάιλντ ήταν όμως και η πιο διάσημη εστέτ φυσιογνωμία της βικτωριανής Αγγλίας. Προκαλούσε όχι μόνο με τα έργα του, αλλά και με μια εκκεντρική εμφάνιση που συνδυαζόταν πάντα με τα επιγραμματικά, αφοριστικά και πνευματώδη σχόλιά του: «Το πρώτο καθήκον μας στη ζωή είναι να υιοθετήσουμε μια πόζα ­ ποιο ακριβώς είναι το δεύτερο κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμη». Παρ’ όλο που είχε σχέσεις με διάφορες καλλονές της εποχής (μάλιστα παντρεύτηκε μία από αυτές, την Κονστάνς Μαίρη Λόιντ), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν ο νεαρός λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας. Το πάθος αυτό («η αγάπη που δεν τολμά να πει τ’ όνομά της») οδήγησε τον Γουάιλντ στην καταστροφή: ο συγγραφέας ενεργοποίησε (παρακινημένος από τα εγωιστικά κίνητρα του εραστή του) μια νομική διαδικασία εναντίον του μαρκησίου του Κουίνσμπερι, πατέρα του λόρδου Ντάγκλας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ξέσπασε το σκάνδαλο: η παράνομη σχέση ήρθε στο φως και ο Γουάιλντ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για σοδομισμό. Οσο ήταν στη φυλακή έγραψε το «DeProfundis» (1905), μια μακροσκελή επιστολή προς τον Ντάγκλας, η οποία αργότερα δημοσιεύθηκε ως ένα είδος απολογίας για τη συμπεριφορά του. Η επιστολή που ακολουθεί γράφτηκε όταν η σχέση τους ήταν ακόμη στο ξεκίνημά της:

«Αγόρι μου… Το σονέτο σου είναι αξιολάτρευτο, και είναι πραγματικά ένα θαύμα που αυτά τα κόκκινα, τριανταφυλλένια χείλη σου φτιάχτηκαν εξίσου για τη μουσική της ποίησης και την τρέλα των φιλιών. Είμαι σίγουρος ότι ο Υάκινθος, που ο Απόλλωνας αγαπούσε τόσο παράφορα, ήσουν εσύ στην αρχαιότητα… Γιατί είσαι μοναχός σου στο Λονδίνο και πότε θα πας στο Σάλισμπερι; Πήγαινε εκεί για να δροσίσεις τα χέρια σου μέσα στο γκρίζο λυκόφως των γοτθικών πραγμάτων και μετά έλα εδώ όποτε θελήσεις. Είναι πανέμορφα ­ το μόνο που λείπει είσαι εσύ. Πάντα, με αθάνατη αγάπη, δικός σου, Οσκαρ» (Ιανουάριος 1893, Βράχος του Μπάμπακομπ).

Κωστής Παλαμάς – Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)

Οταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ’ ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Ετσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Οταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.

«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο… Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μιαdeception τα τρεμοσαλεύει κ’ ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν ανπροσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα:Πρώτα, πως μου δίνουν κ’ εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).

Γεώργιος Παπανδρέου – Σοφία Μινέικο

«Σπάνια δύο ερωτευμένοι είχαν την τύχη να ζήσουν τον προσωπικό τους μύθο στην πρώτη γραμμή της Πολιτικής μας Ιστορίας. Γεύτηκαν τα μεγάλα γεγονότα μαζί με τον μεγάλο έρωτα». Με αυτή τη φράση (που περιέχεται στο βιβλίο του «Ακριβή μου Σοφία») ο Φρέντυ Γερμανός συνοψίζει τη σχέση του Γεώργιου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, πρώτης του γυναίκας και μητέρας του Ανδρέα. Γνωρίστηκαν το 1907 στην Αθήνα, όπου ήταν και οι δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο: εκείνος σπούδαζε Νομική και εκείνη Φιλολογία. Τράβηξε πρώτη φορά την προσοχή της όταν ένα μεσημέρι είδε κάτι χωροφύλακες εφ’ όπλου λόγχη να τον σπρώχνουν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου: «Πόσο τον πόνεσα εκείνη τη μέρα.Πόνεσα τα νιάτα του ­ τη φλόγα του. Δεν άντεχα να βλέπω να τον κλωτσάνε εκείνοι οι χωροφύλακες…». Η Σοφία, κόρη ενός αυστηρού πολωνού στρατηγού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στην πολιορκία του νεαρού Παπανδρέου, που άρχισε να τη βομβαρδίζει με φλογερά γράμματα: «Είμαι ένας παράξενος άνθρωπος, Σοφία μου. Δεν συλλογίζομαι τα μελλούμενα· ούτε την ένωσή μας ή τα γεράματα. Χαίρομαι μόνο την καρδιά μου που σπαρταράει· αγαπώ τον πόνο μου». Τελικά παντρεύτηκαν το 1913, λίγο πριν ο Γεώργιος αναχωρήσει ξανά για σπουδές στη Γερμανία. Εμειναν μαζί πολλά χρόνια, ώσπου ο Παπανδρέου, παράφορα ερωτευμένος με την Κυβέλη, την ντίβα της εποχής, την εγκατέλειψε. Η Σοφία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Ενθυμούμενη την ημέρα που έλαβε τα νέα του θανάτου του (1 Νοεμβρίου 1968) είπε: «Μόνο τότε πίστεψα πως τον είχα χάσει».

«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ’ την άβυσσο ή σ’ τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε…»(απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).

«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ’ ακολουθούν παντού·από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα.Εφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά.Εμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).

Πηνελόπη Σ. Δέλτα – Ιων Δραγούμης

Γνωρίστηκαν σε κάποια επίσημη δεξίωση στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του 1905. Συνέχισαν να συναντιούνται σε παρόμοιες εκδηλώσεις και σύντομα διαπίστωσαν την αμοιβαία έλξη τους. Επειδή η Πηνελόπη ήταν παντρεμένη (με τον Στέφανο Δέλτα), προσπάθησαν από νωρίς να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Στάθηκε όμως αδύνατο να αντισταθούν. Το κοινωνικό και ηθικό κατεστημένο της εποχής σε συνδυασμό με την επιθυμία της Δέλτα να μείνει πιστή σε κάποιες προσωπικές της αξίες προκάλεσαν αλλεπάλληλα εμπόδια στη σχέση. Εκείνη δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Ατέλειωτα δάκρυα, αγωνία και πόνος ήταν οι σταθερές συντεταγμένες αυτού του ανολοκλήρωτου έρωτα. Μοναδικές στιγμές ανάπαυλας οι κρυφές συναντήσεις των ερωτευμένων καθώς και η παθιασμένη αλληλογραφία τους. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί:

«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι·τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ,πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτηαπόπειρα, ήσουν «τρελός για μένα», έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα… Και μεθώ και δενξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει «τιμή» και «λόγος». Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς,Ιων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ’ αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει…» (27 Ιουλίου 1906).

Αγγελος Σικελιανός – Αννα Σικελιανού

«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο…»εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου«Γράμματα στην Αννα». Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο… Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω. Η Αννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Εμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Οπως φανερώνει η παρακάτω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη:

«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ’ αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα – νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ’ έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής!Να Σε ζητώ μ’ όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε ‘γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου.Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική…» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).

left