(Ann Sexton) …σύγχρονο μοντέλο του εξομολογητικού ποιητή.


 

Η Ερινύα της εγκατάλειψης (απόσπασμα)

Με εγκατέλειψαν εδώ έξω

κάτω από τα στεγνά αστέρια

χωρίς παπούτσια, δίχως ζώνη,

και κάλεσα τη Διάσωση Α.Ε.

– αυτό το ντεμοντέ χοτ λάιν –

φωνή καμία.

Αφημένη στα δικά μου χείλη, τα αγγίζω,

τα δικά μου ρουθούνια, ώμους, στήθη,

αφαλό, στομάχι, κοιλιά, γόνατο, αστράγαλο,

τα αγγίζω.

***

images (2)

Η Ανν Σέξτον γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1928 στη Μασαχουσέτη των Η.Π.Α. Η σχέση της με την ποίηση άρχισε από τα 17 της χρόνια, μιας που, όπως φαίνεται, το μικρόβιο που και η μητέρα της είχε με την συγγραφή, πέρασε και στην ίδια.
Παντρεύτηκε και έγινε μητέρα νωρίς, παλεύοντας μέσα της να υπηρετήσει σωστά τους δύσκολους αυτούς ρόλους, ενώ την ίδια στιγμή, να βιώσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία από τα όποια κοινωνικά στεγανά. Η διελκυστίνδα αυτή, με φόντο επίσης τα έντονα οικονομικά προβλήματα, τη διέλυσε και πολύ σύντομα, μετά τον χαμό της αγαπημένης της μητέρας, το 1954, η Σέξτον της ήδη εύθραυστης ψυχολογίας, εμφανίζει τα πρώτα έντονα σημάδια κατάθλιψης. Δε θα αργήσει να φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, που θα εξελιχθεί σε ένα εσωτερικό εργαστήρι παράνοιας και καταστροφής.

Μια φορά κι έναν καιρό
στον κόσμο ήμουν το μοναδικό παιδί που του απαγόρευαν
στο μαντρότοιχο ν’ ανεβαίνει. Δεν τολμούσα να μιλήσω δυνατά
πάνω απ’ του βικτοριανού σπιτιού τις σπάνιες αντίκες.
Οι κούκλες μου ήταν καθωσπρέπει, περίμεναν παραταγμένες.
Η κάμαρά μου ψηλοτάβανη, μοναχική και γεμάτη αντηχήσεις.
(Δεκαοχτώ μέρες χωρίς εσένα)

Μοναδικό αποκούμπι ενάντια στη θλίψη που την κατατρώει, η ποίηση. Η πρώτη της συλλογή κυκλοφορεί το 1959, μια περίοδο που η Σέξτον παραπαίει ανάμεσα σε απόπειρες αυτοκτονίας και νοσηλεία σε ιδρύματα. Το έργο της, ωστόσο, τυγχάνει θερμής υποδοχής. Η δεκαετία του 1960 θα της φέρει επιτυχία, λογοτεχνική και ακαδημαϊκή αναγνώριση, καθώς επίσης και το βραβείο Πούλιτζερ το 1967, για το βιβλίο της “Ζήσε ή πέθανε”. Η ίδια όμως, βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ψυχική ασθένεια, τίποτα δε μπορεί να χαρεί – τίποτα υλικό, άλλωστε, δε δίνει νόημα σε μια ζωή που δε ζει.

Έχω μια όψη μαύρη που δεν
μ’ αρέσει. Μια μάσκα είναι που την προβάρω.
Αποδημώ προς το μέρος της κι ο βάτραχός της
κάθεται στα χείλη μου αφοδεύοντας.
Είναι γέρος. Είναι κι άπορος.
Προσπάθησα να τον κρατήσω σε δίαιτα.
Δεν του δίνω κανένα καταπραϋντικό.
(Ξανά και ξανά και ξανά)

Ο ερωτισμός, η σεξουαλικότητα, η γυναίκα και η φύση της, μαζί με τις χίμαιρες που της γυρίζουν ένα χλωμό είδωλο σε ραγισμένο καθρέφτη, κυριαρχούν στην ποίησή της. Εξομολογητική, εσωτερική, προκλητική… όπως κι αν την πει κάποιος, η ποίηση της Σέξτον είναι η άλλοτε δυνατή και άλλοτε ψιθυριστή κραυγή μιας γυναίκας που ζητά μάρτυρες για το μαρτύριό της που καταγράφει, όπως εύστοχα σημειώνει και η μεταφράστρια, χωρίς όμως να στοχεύει στον οίκτο του αναγνώστη. Γιατί ήταν “ανυπεράσπιστη απέναντι στην τρυφερότητα”, όπως έγραψε η ίδια. Με αξιοπρέπεια.

Άσε με να βυθιστώ στο χαλί σου,
στ’ αχυρένιο σου στρώμα – οτιδήποτε προσφέρεται
γιατί το παιδί μέσα μου πεθαίνει, πεθαίνει.
(Το στήθος)

Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
(Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή)

Η ποίηση της Ανν Σέξτον, μέσα απ’ τον κυνισμό της είναι ξεχωριστά τρυφερή, αισθαντική και βαθιά ερωτική. Μέσα απ’ την απώλεια, την πληγή, τη θλίψη και τον θάνατο, είναι μια ποίηση για τη ζωή. Για όσα δεν προλαβαίνουν να ζήσουν. Για όσα ζούν, μονάχα πεθαίνοντας.

Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις
ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς,
και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν –
μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας
βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.
Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη,
αυτές τις μέρες,
δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο ν’ αποστρέφει τα μάτια της;
Άραγε δεν αισθάνομαι την πείνα να με διαπερνά τόσο
ώστε να προτιμώ να πεθάνω
απ’ το να την κοιτάξω καταπρόσωπο;

Γονατίζω άλλη μια φορά,
μήπως κι έρθει το έλεος
την τελευταία στιγμή.
(Τσιγάρα και ουίσκι και ατίθασες, ατίθασες γυναίκες)

Το έλεος όμως δεν ήρθε. Στις 4 Οκτωβρίου 1973, κάνει ακόμη μια απόπειρα αυτοκτονίας, τούτη τη φορά επιτυχημένη. Την βρίσκουν στο γκαράζ, μέσα στο αυτοκίνητό της, με αναμμένη τη μηχανή και ανοιχτό το ραδιόφωνο.

‘Όταν ο έρωτας κρατά … χαρτί και μολύβι.


Για τίποτε άλλο δεν έχουν επιστρατευθεί τόσες λέξεις προκειμένου να το σχολιάσουν όσο για την απουσία του αγαπημένου ή της αγαπημένης. Τα ερωτικά γράμματα των μεγάλων συγγραφέων, καλλιτεχνών ή και πολιτικών δεν αποτελούν απλώς λογοτεχνικά έργα αλλά είναι και άκρως αποκαλυπτικά

«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορέςκαλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε: «Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν’ αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ’αγαπημένα χέρια σου, όπως και να ‘ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό». Απαραίτητη προϋπόθεση για τη γένεση μιας ερωτικής επιστολής: η απουσία. Η ανάγκη για την καταγραφή των συναισθημάτων στο χαρτί (η αίσθηση κενού, ο πόνος, η αμφιβολία, αλλά και η αγάπη, η ελπίδα, η αναπόληση τρυφερών στιγμών) δεν γεννάται παρά μόνο όταν το αντικείμενο του πόθου δεν είναι άμεσα προσιτό.

Η ερωτική επιστολή παρουσιάζει έτσι μια ιδιόμορφη πρόκληση ­ πώς να βρει κανείς ποικίλους λεκτικούς τρόπους να πει ουσιαστικά ένα απλό πράγμα: «Μουλείπεις». Οσα άλλα στοιχεία ή πληροφορίες και να παρέχει ο γράφων (τι φοράει, πού βρίσκεται, τι είδε στο όνειρό του χθες βράδυ…) καταλήγει μοιραία στην ίδια ευχή: «Μακάρι τώρα να ήμουν δίπλα σου».

Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς κάτι τόσο προσωπικό με αντικειμενικά κριτήρια. Σίγουρα όμως υπάρχουν κάποιες ερωτικές επιστολές που ξεφεύγουν από τα στενά εκφραστικά πλαίσια του μέσου επιστολογράφου και εκτοξεύονται σε ύψη λυρικά, ποιητικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περιπτώσεις αυτές συνήθως προκύπτουν από τα ασκημένα χέρια μεγάλων συγγραφέων ή καλλιτεχνών. Σας παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Χένρι Μίλερ – Αναΐς Νιν

Η ερωτική σχέση τους ήταν αλληλένδετη με τη… συγγραφική: εκείνος συμπεριελάμβανε αποσπάσματα από την αλληλογραφία τους στα ημιαυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του (π.χ. «Ο τροπικός του καρκίνου», 1934), ενώ εκείνη κρατούσε αντίγραφα των γραμμάτων της για τον εμπλουτισμό του ημερολογίου της. Και οι δύο ήταν πρωτοποριακοί ­ τόσο σε σεξουαλικό επίπεδο όσο και σε λογοτεχνικό. «Ο Τροπικός του Καρκίνου» είχε απαγορευθεί επί σειρά ετών σε πολλές χώρες και «Ο Τροπικός του Αιγόκερω» δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ παρά μόνο το 1962 (33 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία). Τα ημερολόγια της Νιν ήταν τόσο «γλαφυρά» όσον αφορά τις εξωσυζυγικές περιπέτειές της, που απέφυγε να τα φέρει στη δημοσιότητα όσο ο σύζυγός της ζούσε. Τελικά εκδόθηκαν μετά θάνατον ­ όλα εκτός από έναν τόμο τον οποίο η ίδια περιέκοψε εκτεταμένα. Ηταν και οι δύο κυνηγοί των έντονων εμπειριών και ασπάζονταν το «πιστεύω» του Μίλερ ότι «πιο πρόστυχη απόόλα είναι η αδράνεια».

«Αναΐς, με κάνεις απίστευτα ευτυχισμένο έτσι όπως με κρατάς αδιάσπαστο ­ με αφήνεις να είμαι ο καλλιτέχνης χωρίς να καταργείς τον άνδρα, το ζώο, τον πεινασμένο, ακόρεστο εραστή. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου έχει δώσει όλα τα προνόμια που έχω ανάγκη· και εσύ,που τραγουδάς τόσο χαρούμενα, ναι, με προσκαλείς να πάω μπροστά, να είμαι ο εαυτός μου,να διακινδυνεύω τα πάντα. Σε λατρεύω γι’ αυτό. Εκεί είναι που ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, εκεί είναι που είσαι μια βασίλισσα. Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι.Δεν φοβάμαι καθόλου τη θηλυκότητά σου. Και πόσο έκαιγες χθες ­ μου άρεσε αυτό ­,διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες… Και σήμερα, παρ’ όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου ­ είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά… Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω» (10 Μαρτίου 1932, Hotel Central, Παρίσι).

Αναΐς Νιν – Τζουν Μίλερ

Η Νιν άρχισε να κρατά ημερολόγιο το 1914, όταν ήταν 11 χρόνων, και δεν σταμάτησε να γεμίζει τις σελίδες του σε καθημερινή σχεδόν βάση ως τον θάνατό της, το 1977. Αν και ασχολήθηκε με άλλα λογοτεχνικά είδη, θεωρούσε ότι το ημερολόγιό της αποτελούσε την πιο αυθεντική μορφή έκφρασης. Χάρη στο έργο αυτό μαθαίνουμε ότι εκτός από τον Χένρι Μίλερ, η Νιν ένιωσε έντονη ­ και μάλιστα εντονότερη ­ ερωτική έλξη για τη γυναίκα του συγγραφέα, την Τζουν. Η Νιν περιγράφει πως όταν γνώρισε την Τζουν για πρώτη φορά στο Παρίσι «ο Χένρι έσβησε. Εκείνη ήταν χρώμα, λάμψη, ιδιαιτερότητα… η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο». Πέρασαν μαζί τέσσερις εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων αντάλλασσαν δώρα και φιλιά. Δεν ολοκλήρωσαν σεξουαλικά τη σχέση τους και η Τζουν επέστρεψε τελικά στη Νέα Υόρκη. Η Νιν και ο Μίλερ συνέχισαν να είναι μαζί. Συχνά ο ένας κατηγορούσε τον άλλο ότι σκεφτόταν την Τζουν. Το ημερολόγιο της Νιν τελειώνει αινιγματικά (όσον αφορά το συγκεκριμένο τρίγωνο): «Ο Χένρι έρχεται σήμερα το απόγευμα και αύριο θα βγω με την Τζουν».

«Τζουν… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα σε ξαναδώ να έρχεσαι προς το μέρος μου,ξεπροβάλλοντας από τα σκοτάδια του κήπου. Περιμένω μερικές φορές στο σημείο όπου συνηθίζαμε να συναντιόμαστε, προσδοκώντας να σε δω ξανά να περπατάς προς το μέρος μου, ξεμακραίνοντας από το πλήθος ­ εσύ, τόσο ξεχωριστή και μοναδική. Οταν έφυγες, το σπίτι άρχισε να με πνίγει. Ηθελα να βρεθώ μόνη μου με την εικόνα σου… Νοίκιασα λοιπόν ένα στούντιο στο Παρίσι, ένα μικρό, ετοιμόρροπο διαμερισματάκι και καταφεύγω εκεί τουλάχιστον λίγες ώρες την ημέρα. Ποια είναι όμως αυτή η «άλλη« ζωή που θέλω να ζήσω χωρίς εσένα; Μερικές φορές πρέπει να φαντασθώ ότι είσαι παρούσα, Τζουν. Νιώθω σαν να θέλω να γίνω εσύ. Ποτέ άλλοτε δεν θέλησα να γίνω κανένας άλλος εκτός από τον εαυτό μου.Τώρα θέλω να λιώσω μέσα σου, να έρθω τόσο απίστευτα κοντά σου που ο εαυτός μου ναεξαφανισθεί…» (Φεβρουάριος 1932, Παρίσι).

Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ – Μαίρη Γουέλς

Η ερωτική ζωή του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο και τα μυθιστορήματά του. Εκανε τέσσερις γάμους και η Μαίρη Γουέλς ήταν η τελευταία στη σειρά. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο, όπου εκείνη δούλευε ως ρεπόρτερ. Ο Χέμινγκγουεϊ ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, τη Μάρθα Γκέλχορν, σκεφτόταν όμως σοβαρά να χωρίσει. Μια ημέρα, μπαίνοντας σε ένα λονδρέζικο εστιατόριο , συνάντησε ένα γνωστό του που έτρωγε με μια γοητευτική ξανθιά. Κάθησε στο τραπέζι τους και όταν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο Χέμινγκγουεϊ δεν δίστασε να ζητήσει από τη συνοδό τού φίλου του να βγουν για φαγητό. Εκείνη, που δεν ήταν άλλη από τη μελλοντική κυρία Χέμινγκγουεϊ, δέχτηκε. Ετσι εν μέσω πολέμου ξεκίνησε μια ρομαντική ιστορία που διακόπηκε από την αναχώρηση του ήρωά μας για την Ευρώπη. Η σχέση ενδυναμώθηκε μέσα από την τακτική αλληλογραφία του ζευγαριού που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για να επανασυνδεθεί στο ρομαντικό Παρίσι. Τελικά το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε: έμειναν στο δωμάτιο 31 του «Ritz», όπου, σύμφωνα με τη Μαίρη Γουέλς, τρέφονταν «σχεδόν αποκλειστικά με σαμπάνια Lanson Brut και το θαύμα της συνύπαρξής μας έπειτα από τόσο καιρό». Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από τη Γερμανία, όπου ο Χέμινγκγουεϊ ταξίδευε ως πολεμικός ανταποκριτής:

«Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ’ αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική… Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς… Γι’ αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη μου και για χάρη μας και μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ­ ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στον θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στουςφόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα ­ για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στο κρεβάτι και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ τηνπλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα ­ και για χάρη της καλοσύνης,της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι…» (13 Σεπτεμβρίου 1944).

Πάμπλο Νερούντα – Ματίλντε Ουρούτια

Γεννημένος στη Νότια Χιλή το 1904, ο Νερούντα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εκτός από ποιητής, αντιπροσώπευσε τη χώρα του και ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον Εμφύλιο. Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.

«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ’ τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο:τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους…» (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός σονέτου.]

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα – Σαλβαντόρ Νταλί

Οταν ο Λόρκα συνάντησε τον Νταλί το 1923, ο ψηλόλιγνος ζωγράφος φορούσε κομψά ρούχα και είχε τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω σαν τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. «Ηπροσωπικότητα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μου έκανε τρομερή εντύπωση» έγραψε ο Νταλί στα απομνημονεύματά του. «Το ποιητικό φαινόμενο στην ολότητά τουπαρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου με σάρκα και οστά, κόκκινο σαν αίμα, ανάστατο,πηχτό και θεϊκό, τρέμοντας με χιλιάδες φωτιές τεχνασμάτων και υπόγειας βιολογίας, όπως κάθε ύλη προικισμένη με την αυθεντικότητα της μορφής της». Για τα επόμενα πέντε χρόνια οι δύο διακεκριμένοι αυτοί Ισπανοί απόλαυσαν μια δυνατή φιλία και καλλιτεχνική συνεργασία. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα: ο Λόρκα ένιωθε για τον Νταλί μια ερωτική έλξη στην οποία ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους ο Λόρκα έγραψε αισθησιακά, σουρεαλιστικά ποιήματα που ξεχειλίζουν από ανεκπλήρωτο πόθο, ενώ ο Νταλί ζωγράφισε το πρόσωπο και το σώμα του Λόρκα σε ποικίλες εκδοχές ­ καμιά φορά και ως σκιά του εαυτού του. Δυστυχώς έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα από τα γράμματα του Λόρκα προς τον Νταλί. Σε αυτό που ακολουθεί ο ποιητής αναπολεί στιγμές από τη διαμονή τους στο Καντακές, στην Κόστα Μπράβα. Το σπίτι όπου έμεναν απείχε μόλις μερικά μέτρα από τη θάλασσα. Σύντομα επήλθε ο χωρισμός και οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο μία ακόμη φορά, ένα βράδυ στη Βαρκελώνη, ύστερα από επτά χρόνια.

«Το Καντακές έχει τη ζωτικότητα και τη σταθερή, ουδέτερη ομορφιά ενός μέρους όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη και όπου κανείς δεν μοιάζει να το θυμάται αυτό… Σήμερα είσαι μέσα. Από εδώ που κάθομαι ακούω (α, μικρό μου αγόρι, τι θλιβερό!) τον απαλό παφλασμό του αίματος της «Ωραίας κοιμωμένης του δάσους των συσκευών» (στον πίνακά σου με τον Αγιο Σεβαστιανό), καθώς και το κροτάλισμα δύο μικρών θηρίων ­ σαν τους ήχους ενός φιστικιού που σπάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου «Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα») είναι το καλύτερο «ποίημα» με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς ­ έχει περισσότερο αίμα από όλο όσο χύθηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη… Η εντύπωση που μου δίνει η Βαρκελώνη είναι ότι όλοι παίζουν και ιδρώνουν σε μια εναγώνιαπροσπάθεια να ξεχάσουν. Ολα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική τηςφλόγας ­ όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα… Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε» (Ιούλιος 1927, Βαρκελώνη).

Σαρλ Μποντλέρ – Απολονί Σαμπατιέ

Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε… επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:

«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι’ αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα ­ αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Οταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος ­ δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ­ ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Οσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).

Αντον Τσέχοφ – Ολγα Κνίπερ

Ο μεγάλος ρώσος θεατρικός συγγραφέας (1860-1904) είδε για πρώτη φορά την Ολγα Κνίπερ τον Σεπτέμβριο του 1898, καθώς παρακολουθούσε μια πρόβα ενός έργου του Τολστόι, του «Τσάρος Φιόντορ Ιοάνοβιτς», όπου εκείνη έκανε την Ιρίνα, τη γυναίκα του τσάρου. «Η φωνή της, η ευγένειά της, η ειλικρίνειά της ­ όλα είναι τόσο φίνα που σου προκαλούν ένα σπασμό στον λαιμό… Αν έμενα στη Μόσχα, θα ερωτευόμουν οπωσδήποτε αυτή την Ιρίνα». Συναντήθηκαν ξανά και η Ολγα έπαιξε ένα ρόλο στον «Γλάρο» του. Παντρεύτηκαν το 1901. Οι βιογράφοι διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Τσέχοφ πριν και μετά τον γάμο του με την Κνίπερ. Ολοι όμως συμφωνούν ότι το ζευγάρι αγαπιόταν με πάθος και τρυφερότητα. Συχνά αναγκάζονταν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Ολγας κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να αλληλογραφούν. Τα γράμματά τους διακρίνονται για την ευρύτατη χρήση χαϊδευτικών ονομάτων: κουταβάκι, κροκοδειλάκι, κατσαριδούλα, χρυσόψαρο, πέρκα… Η Ολγα ήταν στο πλευρό του Αντον στη Γερμανία, όταν ξαφνικά ένα πρωινό του 1904 ο σφυγμός του έγινε αδύναμος και η αναπνοή του ακανόνιστη. Ο γιατρός ήρθε εσπευσμένα και παρήγγειλε ένα μπουκάλι… σαμπάνιας για να τον συνεφέρει.«Πεθαίνω» είπε ο Τσέχοφ, πίνοντας στην υγεία της γυναίκας του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήπια σαμπάνια». Στη συνέχεια ξάπλωσε και πέθανε.

«Τι απαίσιο όνειρο που είδα! Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποια που δεν ήταν εσύ ­ κάποια γυναίκα φοβερά απωθητική, μια ξιπασμένη καστανομάλλα ­ και το όνειρο αυτό κράτησε πάνω από μία ώρα. Τώρα αυτό πώς το ερμηνεύεις; Θέλω να σε δω, γλυκιά μου. Θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τη μοναδική μου γυναίκα… Δεν έχω κανένα νέο.Το μόνο θέμα συζήτησης εδώ πέρα είναι οι Γιαπωνέζοι… Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σε προστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη… Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά» (Γιάλτα, 6 Μαρτίου 1904)

Λόρδος Μπάιρον – Λαίδη Κάρολιν Λαμπ

Οταν η Κάρολιν Λαμπ συνάντησε τον Λόρδο Μπάιρον, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος». Συγχρόνως προφήτευσε: «Αυτό το όμορφο χλωμό πρόσωπο θα είναι η μοίρα μου». Και πράγματι ήταν ­ τουλάχιστον για τους τρεις μήνες που διήρκεσε η σχέση τους. Μετά εκείνος άρχισε να τη βαριέται. Οχι ότι ήταν καμιά αξιολύπητη γυναικούλα που έπεσε θύμα αυτού του άκαρδου καρδιοκατακτητή. Αντιθέτως, ήταν μια φημισμένη κοκέτα με πληθώρα κατακτήσεων. Ο ίδιος ο Μπάιρον την περιέγραψε ως «το πιο παράλογο, επικίνδυνο και σαγηνευτικό πλάσμα στη γη». Η Κάρολιν δεν φημιζόταν για τη διακριτικότητά της και έτσι τα κουτσομπολιά για τη σχέση της με τον Μπάιρον έφθασαν γρήγορα στα αφτιά του άντρα της, που της απαγόρευσε να βλέπει τον εραστή της. Ακολούθησαν πολλοί τσακωμοί, υστερίες, απειλές και γενικά η σύντομη αυτή ερωτική ιστορία δεν ήταν μία από τις πιο ευχάριστες. Ο Μπάιρον προτίμησε τελικά τη συντροφιά της πολυαγαπημένης ετεροθαλούς αδελφής του, της Αυγούστας, και έτσι εγκατέλειψε την Κάρολιν. Το 1814 η Αυγούστα γέννησε μια κόρη ­ πιθανότατα του Μπάιρον: όλη η Αγγλία σκανδαλίστηκε και εκείνος έφυγε από τη χώρα.

«Αγαπημένη μου Κάρολιν… Αν τα δάκρυα ­ τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω ­, αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε ­ αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποια είναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου,τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω. Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ­ ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου ­ τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε…Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό… ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ ­ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).

Οσκαρ Γουάιλντ – Λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας

Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως συγγραφέα του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι». Ο Οσκαρ Γουάιλντ ήταν όμως και η πιο διάσημη εστέτ φυσιογνωμία της βικτωριανής Αγγλίας. Προκαλούσε όχι μόνο με τα έργα του, αλλά και με μια εκκεντρική εμφάνιση που συνδυαζόταν πάντα με τα επιγραμματικά, αφοριστικά και πνευματώδη σχόλιά του: «Το πρώτο καθήκον μας στη ζωή είναι να υιοθετήσουμε μια πόζα ­ ποιο ακριβώς είναι το δεύτερο κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμη». Παρ’ όλο που είχε σχέσεις με διάφορες καλλονές της εποχής (μάλιστα παντρεύτηκε μία από αυτές, την Κονστάνς Μαίρη Λόιντ), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν ο νεαρός λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας. Το πάθος αυτό («η αγάπη που δεν τολμά να πει τ’ όνομά της») οδήγησε τον Γουάιλντ στην καταστροφή: ο συγγραφέας ενεργοποίησε (παρακινημένος από τα εγωιστικά κίνητρα του εραστή του) μια νομική διαδικασία εναντίον του μαρκησίου του Κουίνσμπερι, πατέρα του λόρδου Ντάγκλας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ξέσπασε το σκάνδαλο: η παράνομη σχέση ήρθε στο φως και ο Γουάιλντ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για σοδομισμό. Οσο ήταν στη φυλακή έγραψε το «DeProfundis» (1905), μια μακροσκελή επιστολή προς τον Ντάγκλας, η οποία αργότερα δημοσιεύθηκε ως ένα είδος απολογίας για τη συμπεριφορά του. Η επιστολή που ακολουθεί γράφτηκε όταν η σχέση τους ήταν ακόμη στο ξεκίνημά της:

«Αγόρι μου… Το σονέτο σου είναι αξιολάτρευτο, και είναι πραγματικά ένα θαύμα που αυτά τα κόκκινα, τριανταφυλλένια χείλη σου φτιάχτηκαν εξίσου για τη μουσική της ποίησης και την τρέλα των φιλιών. Είμαι σίγουρος ότι ο Υάκινθος, που ο Απόλλωνας αγαπούσε τόσο παράφορα, ήσουν εσύ στην αρχαιότητα… Γιατί είσαι μοναχός σου στο Λονδίνο και πότε θα πας στο Σάλισμπερι; Πήγαινε εκεί για να δροσίσεις τα χέρια σου μέσα στο γκρίζο λυκόφως των γοτθικών πραγμάτων και μετά έλα εδώ όποτε θελήσεις. Είναι πανέμορφα ­ το μόνο που λείπει είσαι εσύ. Πάντα, με αθάνατη αγάπη, δικός σου, Οσκαρ» (Ιανουάριος 1893, Βράχος του Μπάμπακομπ).

Κωστής Παλαμάς – Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)

Οταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ’ ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Ετσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Οταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.

«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο… Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μιαdeception τα τρεμοσαλεύει κ’ ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν ανπροσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα:Πρώτα, πως μου δίνουν κ’ εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).

Γεώργιος Παπανδρέου – Σοφία Μινέικο

«Σπάνια δύο ερωτευμένοι είχαν την τύχη να ζήσουν τον προσωπικό τους μύθο στην πρώτη γραμμή της Πολιτικής μας Ιστορίας. Γεύτηκαν τα μεγάλα γεγονότα μαζί με τον μεγάλο έρωτα». Με αυτή τη φράση (που περιέχεται στο βιβλίο του «Ακριβή μου Σοφία») ο Φρέντυ Γερμανός συνοψίζει τη σχέση του Γεώργιου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, πρώτης του γυναίκας και μητέρας του Ανδρέα. Γνωρίστηκαν το 1907 στην Αθήνα, όπου ήταν και οι δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο: εκείνος σπούδαζε Νομική και εκείνη Φιλολογία. Τράβηξε πρώτη φορά την προσοχή της όταν ένα μεσημέρι είδε κάτι χωροφύλακες εφ’ όπλου λόγχη να τον σπρώχνουν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου: «Πόσο τον πόνεσα εκείνη τη μέρα.Πόνεσα τα νιάτα του ­ τη φλόγα του. Δεν άντεχα να βλέπω να τον κλωτσάνε εκείνοι οι χωροφύλακες…». Η Σοφία, κόρη ενός αυστηρού πολωνού στρατηγού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στην πολιορκία του νεαρού Παπανδρέου, που άρχισε να τη βομβαρδίζει με φλογερά γράμματα: «Είμαι ένας παράξενος άνθρωπος, Σοφία μου. Δεν συλλογίζομαι τα μελλούμενα· ούτε την ένωσή μας ή τα γεράματα. Χαίρομαι μόνο την καρδιά μου που σπαρταράει· αγαπώ τον πόνο μου». Τελικά παντρεύτηκαν το 1913, λίγο πριν ο Γεώργιος αναχωρήσει ξανά για σπουδές στη Γερμανία. Εμειναν μαζί πολλά χρόνια, ώσπου ο Παπανδρέου, παράφορα ερωτευμένος με την Κυβέλη, την ντίβα της εποχής, την εγκατέλειψε. Η Σοφία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Ενθυμούμενη την ημέρα που έλαβε τα νέα του θανάτου του (1 Νοεμβρίου 1968) είπε: «Μόνο τότε πίστεψα πως τον είχα χάσει».

«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ’ την άβυσσο ή σ’ τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε…»(απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).

«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ’ ακολουθούν παντού·από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα.Εφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά.Εμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).

Πηνελόπη Σ. Δέλτα – Ιων Δραγούμης

Γνωρίστηκαν σε κάποια επίσημη δεξίωση στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του 1905. Συνέχισαν να συναντιούνται σε παρόμοιες εκδηλώσεις και σύντομα διαπίστωσαν την αμοιβαία έλξη τους. Επειδή η Πηνελόπη ήταν παντρεμένη (με τον Στέφανο Δέλτα), προσπάθησαν από νωρίς να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Στάθηκε όμως αδύνατο να αντισταθούν. Το κοινωνικό και ηθικό κατεστημένο της εποχής σε συνδυασμό με την επιθυμία της Δέλτα να μείνει πιστή σε κάποιες προσωπικές της αξίες προκάλεσαν αλλεπάλληλα εμπόδια στη σχέση. Εκείνη δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Ατέλειωτα δάκρυα, αγωνία και πόνος ήταν οι σταθερές συντεταγμένες αυτού του ανολοκλήρωτου έρωτα. Μοναδικές στιγμές ανάπαυλας οι κρυφές συναντήσεις των ερωτευμένων καθώς και η παθιασμένη αλληλογραφία τους. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί:

«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι·τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ,πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτηαπόπειρα, ήσουν «τρελός για μένα», έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα… Και μεθώ και δενξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει «τιμή» και «λόγος». Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς,Ιων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ’ αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει…» (27 Ιουλίου 1906).

Αγγελος Σικελιανός – Αννα Σικελιανού

«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο…»εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου«Γράμματα στην Αννα». Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο… Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω. Η Αννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Εμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Οπως φανερώνει η παρακάτω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη:

«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ’ αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα – νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ’ έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής!Να Σε ζητώ μ’ όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε ‘γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου.Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική…» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).

left

Έχετε μήνυμα στο κινητό σας.


Σήμερα, η τεχνολογία, το ίντερνετ, η κρίση έχουν πλήξει τον έρωτα; Θα ήταν ανόητος όποιος το ισχυριζόταν. Έχουν αλλάξει όμως οι τρόποι του έρωτα. Τα ερωτικά ραβασάκια για τα οποία μιλούν οι Λατίνοι ποιητές και οι τροβαδούροι της Αναγέννησης έχουν αντικατασταθεί από τα sms που φτάνουν στο κινητό. Μια εικόνα του έρωτα στην εποχή μας δίνει η δαφνοστεφής σύγχρονη Βρετάνη ποιήτρια Κάρολ Ανν Ντάφι, στο ποίημα «Μήνυμα»:

 _normal_0865910001355698588

Φροντίζω το κινητό τώρα

σαν πληγωμένο πουλί.

Μηνύματα, μηνύματα, μηνύματα

γεμάτα με τις βαρυσήμαντες λέξεις μας.

Διαβάζω πάλι το πρώτο,

το δεύτερο, το τρίτο,

αναζητώντας τα μικρά σου xx,

νιώθοντας παράλογη.

Οι κώδικες που στέλνουμε

φτάνουν με σπασμένη χορδή.

Προσπαθώ να φανταστώ τα χέρια σου,

η εικόνα τους είναι θολή.

Τίποτα από όσα οι αντίχειρές μου πατούν

δεν θ’ ακουστεί ποτέ.

μετάφραση Χάρης Βλαβιανός

 

Small Feet Into Big Shoes


Small_Feet_Into_Big_Shoes_by_Klakikocia

 

Το φορτίο μέσα μας μια μέρα, θα σας πιάσει από το σβέρκο και θα σας στρίψει το λαιμό που βάζετε υπογραφές κάτω από την κραυγή μας…Σήμερα είδα ένα ζευγάρι παπούτσια ρε θεατρίνοι …Δύο νούμερα μεγαλύτερα ρε ψεύτες …Φορεμένα ρε εγκληματίες σε πόδια παιδικά…

πηγή  xnoudi.blogspot.gr/

διάλογοι σε παράλληλα σύμπαντα


c277de4aa9ef66d40699c6180a291fca

και δεν ξεχνώ να ξέρεις
πως μια νύχτα με υπερασπίστηκες σε ένα άδειο
διαμέρισμα
πως με έσωσες από όλη τη μοναξιά που κουβαλάνε
οι ηλεκτρικές συσκευές όταν καίνε ρεύμα για έναν

και δεν ξεχνώ ούτε λεπτό από τις εφτά ζωές που διάλεξες να
ζήσεις δίπλα μου
εφτά ζωές και ούτε μία δεν κράτησες για πάρτη σου

καμιά φορά γουργουρίζω μόνη μου
και σε ακούω να απαντάς από κάποιο παράλληλο σύμπαν

το καλό με το να είμαστε άνθρωπος και γάτος
είναι ότι ποτέ δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε για λογική

έφτανε η αγάπη

Άννα Νιαράκη  (a thought platform/πλατφόρμα σκέψεων)

Βιρτζίνια Γουλφ:δεν έζησε μία, αλλά πολλές ζωές, δοκιμάζοντας τα πάντα


223049_381207788615136_169842365_n

Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου
Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλα τους, τα στέμματα τους, τις δάφνες τους, και τα ονόματα τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα»….το φάντασμα ήταν μια γυναίκα που όταν άρχισα να την γνωρίζω καλύτερα της έδωσα το όνομα της ηρωίδας από ένα γνωστό ποίημα, ο Άγγελος του Σπιτιού. Αυτή ήταν που συνήθιζε να μπαίνει ανάμεσα σε μένα και στο χαρτί όταν έγραφα κριτικές, αυτή ήταν που με ενοχλούσε, σπαταλούσε τον χρόνο μου και με βασάνιζε τόσο πολύ που στο τέλος τη σκότωσα. Εσείς που προέρχεστε από μια νεώτερη και πιο ευτυχισμένη γενιά μπορεί να μην την έχετε ακούσει, ίσως να μην γνωρίζετε τι εννοώ με το ποίημα ο Άγγελος του Σπιτιού. Θα σας την περιγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ. Ήταν εξαιρετικά συμπαθητική. Απέραντα γοητευτική. Απεριόριστα ανιδιοτελής. Διακρινόταν για τον τρόπο που επέλυνε τα δύσκολα οικογενειακά προβλήματα. Θυσιαζόταν καθημερινά. Αν υπήρχε κοτόπουλο, έτρωγε το πόδι. Αν υπήρχε ρεύμα, εκεί θα καθόταν. Με λίγα λόγια, ήταν έτσι καμωμένη που ούτε δικές της απόψεις, ούτε δικές της επιθυμίες είχε, αλλά προτιμούσε πάντοτε να συμπάσχει και να ακολουθεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Πάνω από όλα, και αυτό δεν χρειάζεται να το αναφέρω, ήταν αγνή. Η αγνότητα της, ήταν το κύριο χάρισμα της, η συστολή της ήταν η μεγαλύτερη χάρη της. Εκείνες τις μέρες, τις τελευταίες μέρες της βασίλισσας Βικτωρίας, κάθε σπίτι είχε τον δικό του Άγγελο. Και όταν ήρθε η στιγμή να γράψω ήρθα αντιμέτωπη μ’ αυτή από τις πρώτες μου λέξεις. Η σκιά των φτερών της έπεσε στην σελίδα μου. Άκουσα το θρόισμα του φουστανιού της στο δωμάτιο. Για να είμαι πιο ακριβής, όταν πήρα στο χέρι την πένα για να γράψω την κριτική για το μυθιστόρημα κάποιου φημισμένου άντρα, αυτή γλίστρησε πίσω μου και ψιθύρισε. «Αγαπητή μου, εσύ είσαι μια νέα κοπέλα και γράφεις για ένα βιβλίο που έγραψε ένας άντρας. Να είσαι συμπονετική, τρυφερή, να κολακεύεις, να εξαπατάς, χρησιμοποίησε όλη τη δεξιοτεχνία σου και τα τεχνάσματα του φύλου μας. Ποτέ μην αφήσεις κανέναν να μαντέψει πως έχεις τη δική σου σκέψη. Πάνω από όλα να είσαι αγνή». Και πήγε να κατευθύνει την πένα μου. Τώρα φέρνω στη μνήμη μου μια πράξη για την οποία επαινώ τον εαυτό μου, αν και ο έπαινος ανήκει σε κάποιον εξαιρετικό προγονό μου που μου κληροδότησε ένα συγκεκριμένο χρηματικό πόσο —ας πούμε πεντακόσιες λίρες τον χρόνο— έτσι δεν ήταν απαραίτητο για μένα να εξαρτώμαι αποκλειστικά από τη γοητεία μου για την επιβίωση μου. Στράφηκα και την άρπαξα από τον λαιμό. Έκανα ότι μπορούσα για να τη σκοτώσω. Η δικαιολογία μου, αν επρόκειτο να δικαστώ για αυτό, θα ήταν ότι βρισκόμουνα σε άμυνα. Αν δεν τη σκότωνα εγώ θα με σκότωνε εκείνη.
544421_443835235685724_1360067519_n

Το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια της κοπέλας. Η φαντασίωση της απομακρύνθηκε. Έψαχνε να βρει τις λίμνες και τα βάθη όπου κοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια κι εκεί κάτι έσπασε. Και έγινε μια έκρηξη. Υπήρχαν αφροί και σύγχυση. Η φαντασία της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Η κοπέλα ξύπνησε από το όνειρό της. Βρισκόταν πράγματι σε μια κατάσταση έντονης και οδυνηρής αγωνίας. Και για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, είχε σκεφτεί κάτι σχετικό με το σώμα, κάτι για τον πόθο που ήταν ανάρμοστο για να εκφραστεί από μια γυναίκα. Οι άντρες, την προειδοποιούσε η λογική της, θα την αποδοκίμαζαν. Η συνειδητοποίηση του πως θα χαρακτήριζαν οι άντρες μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της, την έβγαλε από την αφηρημένη κατάσταση του δημιουργού. Δεν μπορούσε πια να γράψει. Η έκσταση τελείωσε. Η φαντασία της δεν λειτουργούσε πια. Αυτή πιστεύω πως είναι μια πάρα πολύ συνηθι­σμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς. Εμποδίζονται από τον ακραίο συντηρητισμό του άλλου φύλου. Διότι αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλη ελευθερία σ’ αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν κατανοούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική σκληρότητα με την οποία καταδικάζουν τέτοιου είδους ελευθερία στις γυναίκες.

Έτσι λοιπόν εμείς —οι άνθρωποι— επιμένουμε πως το σώμα πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή. Αφαιρούμε τα αυτιά και τα μάτια και την κρατούμε εκεί, με ένα μπουκάλι φάρμακο, μια κούπα τσάι, μια τρεμάμενη φωτιά που σιγοσβήνει σαν μια κουρούνα στην πόρτα του στάβλου. Μια κουρούνα που επιμένει να ζει παρ’ ότι πληγωμένη. 

557263_367493913319857_2031921789_n

Τρίτη, 18 Μαρτίου 1941

Αγαπημένε

Έχω τη βεβαιότητα πως παραφρονώ ξανά. Νιώθω ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε κι άλλες από αυτές τις δεινές ώρες. Και δεν θα γιατρευτώ αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι, κάνω αυτό που μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο. Μού ‘δωσες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι κανείς. Δεν πίστευα ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω κι άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να εργασθείς. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις ούτε κι αυτό το γράμμα δεν μπορώ να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σου οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου. Υπήρξες άκρως υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να το δηλώσω αυτό – όλοι το ξέρουν. Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου καταστρέφω κι άλλο τη ζωή.

Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς.

Β.

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου

Virginia Woolf (1882-1941)
Στις 28 Mαρτίου, ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ, στο Ρόντμελ
του Σάσσεξ, έχοντας γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες.


Η Βιρτζίνια Γουλφ, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν έζησε μία, αλλά πολλές ζωές, δοκιμάζοντας τα πάντα: τη μοναξιά, την κοσμικότητα, τους πολιτικούς αγώνες, την τρέλα, την ανεξαρτησία, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το γάμο. Έζησε συναρπαστικά, τόλμησε όσο λίγες γυναίκες της εποχής της, και αποφάσισε η ίδια τη στιγμή που αυτή η ζωή έπρεπε να τελειώσει.

Οι φίλοι της εξυμνούσαν την ομορφιά της, τη μοναδικότητά της, τη γοητεία της. Στα έργα της δεν στέκεται στην «στέρεα ουσία» του κόσμου, αλλά προσπαθεί επίμονα να δει κάτω από την επιφάνεια, να αποκαλύψει το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι, όπως έλεγε η ίδια· και αυτό είναι το πραγματικό της επίτευγμα, ότι κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τη διάχυτη πραγματικότητα που περιβάλλει τους ανθρώπους.

Στο λογοτεχνικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ αποτυπώνονται το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης – η μοναξιά και η απομόνωση μέσα στο πλήθος – , αλλά και ο δύσκολος αγώνας απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Τη δεύτερη αυτή πλευρά επιχειρεί να φωτίσει ο Γερμανός συγγραφέας Βέρνερ Βάλντμαν.

Η συγγραφή ήταν μια πράξη υπέρβασης για την Γουλφ, καθώς απειλούσε να κλονίσει τα θεμέλια του ήδη εύθραυστου ψυχισμού της. Την έκδοση κάθε βιβλίου της ακολουθούσαν ψυχωτικές κρίσεις, αγχώδεις διαταραχές, ισχυροί πονοκέφαλοι, ανορεξία και πλήθος ενοχών. Ο φόβος ότι θα καταλήξει σε άσυλο ψυχοπαθών την καταδίωκε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής της.

Για τους ψυχιάτρους τα έργα της μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο υλικό μελέτης για μια περίπτωση ψυχασθένειας, ενώ για τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’60 η Γουλφ αποτέλεσε το σύμβολο της επαναστατημένης γυναίκας που μάχεται ενάντια στα δεσμά μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Ο Βέρνερ Βάλντμαν στη βιογραφία της προσπαθεί να πάρει αποστάσεις από τις εύκολες «ετικέτες», γιατί θεωρεί ότι υποβαθμίζουν την ιδιοφυία της. Ωστόσο αφιερώνει μεγάλο τμήμα του βιβλίου του στην παιδική και εφηβική ηλικία της συγγραφέως, για να διερευνήσει τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση και τις αντιλήψεις της.

Οι κριτικοί την κατατάσσουν ανάμεσα στις καλύτερες Βρετανίδες συγγραφείς και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

 

πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/02/26.html

 

306614_354030631332852_186672936_n

«Το Μπουλούκι»


Στον τοίχο η ασπρόμαυρη καριέρα,

να μου θυμίζει την πορεία μιας ζωής,

στα χρόνια που ζητούσα άλλο αέρα,

σε ρόλους με κατάθεση ψυχής…

Οι δρόμοι μου ξανάρχονται στην μνήμη,

που σε πλατείες έβγαζαν χωριών,

και εκείνη, έπειτα, η ευθύνη:

να παίζεις θέατρο στα μάτια των απλών…

Έπαιζα και ένιωθα αμέσως πως πετούσα,

και είχα φτερά μου το σανίδι της σκηνής,

έκανα αυτό που πάντα λαχταρούσα,

να είμαι ένας άλλος, κι ο εαυτός μου αφανής…

Από:Κώστας Χρηστάκης

Χαμήλωσε…


Χαμήλωσε
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
Δε διακρίνεται η αλήθεια
Χαμήλωσε.

Μη σφίγγεις
Τα χρώματα, πολύ μη σφίγγεις μεσ’ στη χούφτα σου
Δε βλέπεις που το κόκκινο
Θέλει να δραπετεύσει ?

Ξεκρέμασε
Τις φλόγες απ’ τις υψικάμινους ξεκρέμασε
Και τη σκουριά των καραβιών
Γύρω απ’ το λαιμό σου

Και πήγαινε
Και πήγαινε ανάμεσά τους κατάλευκος
Με το πουκάμισό σου ανοιγμένο

Χαμήλωσε
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
Δε διακρίνεται η αλήθεια

Χαμήλωσε

(Αντώνης Κολύβας)

Καλημέρα, καληνύχτα, αυτή είναι η ζωή


Η ζωή μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Από αυτές εκείνη που ζούμε τώρα έχει κιόλας φύγει, εκείνη που θα ζήσουμε επαφίεται στο τυχαίο και η μόνη σίγουρη είναι, εκείνη που έχουμε.

———-

Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν μπορεί να βάλει στη θέση τους τα χρόνια που έχασες και κανένας δεν μπορεί να σου δώσει πίσω τη ζωή σου. Η ηλικία σου θ’ ακολουθήσει τη ροή της όπως ακριβώς ξεκίνησε, χωρίς επιστροφή, ούτε στάση, αθόρυβα και χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητα της.

———-

Το πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος της ζωής τους το καταλαβαίνουν όλοι. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί άνθρωποι, για να δείξουν τη μεγάλη αγάπη τους σε κάποιους άλλους, δε διστάζουν να τους προσφέρουν ένα κομμάτι της ζωής τους.

———-

Παρατηρώ έκπληκτος τους ανθρώπους να διαθέτουν με ευκολία και απερισκεψία το χρόνο τους σε κάποιους άλλους, μόνο και μόνο επειδή εκείνοι τους ζήτησαν να τους αφιερώσουν λίγη ώρα. Το ωραίο είναι πως ενώ και οι μεν και οι δε διόλου δεν παραλείπουν να εξετάσουν το λόγο για τον οποίο ζητήθηκε αυτός ο χρόνος, κανένας τους δεν εξετάζει το πόσος είναι. Σαν να μην είχε καμιά αξία ούτε και για αυτόν που τον διέθετε. Περιφρονούμε το πιο πολύτιμο πράγμα επειδή ξεγελιόμαστε από το ότι ο χρόνος δεν είναι υλικό αγαθό, μιας και δεν μπορούμε να τον βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, και έτσι θεωρούμε ότι έχει ευτελή αξία, και ότι διατίθεται δωρεάν.

———-

Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωή μας. Εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη με την απληστία μας. Ό,τι ακριβώς θα συνέβαινε αν πλούτη βασιλικά τύχαινε να πέσουν σε κακό διαχειριστή. Θα σπαταλιόνταν στο λεπτό. Ενώ, αν πλούτη πολύ λιγότερα, τα είχε πάρει στα χέρια του καλός διαχειριστής θα αβγάτιζαν. Το ίδιο γίνεται και με τα χρόνια της ζωής μας. Αν ξέρει κανείς να τα διαχειριστεί καλά, μπορεί να πετύχει πολλά και σπουδαία πράγματα.

———-

Ανακάλεσε στη μνήμη σου τα έργα που κατάφερες να πραγματοποιήσεις στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης ζωής, τους ανθρώπους που λεηλάτησαν τη ζωή σου όχι μόνο εν αγνοία σου, αλλά και χωρίς καν να πάρεις είδηση την απώλεια, τι ήταν εκείνο που μια μάταιη λύπη, μια ανόητη χαρά, ένα πάθος, μια συζήτηση γεμάτη κολακείες μπόρεσαν να σου κλέψουν, πόσο φαντάζει μικρό με την πάροδο του χρόνου το λίγο καλό που απέμεινε από όλα αυτά, και θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πρόωρα.

———-

Δεν υπάρχει τίποτα που ν’ απασχολεί τον άνθρωπο λιγότερο από το να μάθει την τέχνη του ζην, όπως επίσης και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να μάθει. Για τις άλλες τέχνες υπάρχουν παντού ένα σωρό δάσκαλοι. Μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν διαπρέψει από τόσο νωρίς, ώστε κατάφεραν να εξελιχθούν σε δασκάλους της από πολύ μικρά ηλικία. Χρειάζεται όμως ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πως να τα ζούμε και, το πιο περίεργο από όλα, χρειάζεται ολόκληρη τι ζωή μας για να μάθουμε πως να πεθαίνουμε.

———-

από το βιβλίο «Είναι μικρή η ζωή»  μτφ: Κάτια Χαρικιοπούλου

Lucious Anneus Seneca

(4π.Χ-65μ.Χ)


«Change of element»


«Αλλαγή στοιχείου»

Ένα παλιό στο ραδιόφωνο τραγούδι
πήρε τα συναισθήματά μου και τα έβαλε στο γουδί.
Τώρα χρησιμοποιώντας το γουδοχέρι
το τότε, εκείνο το καλοκαίρι

έχει αρχίσει να κάνει θραύση
των πραγμάτων που συμβαίνουνε εντός μου,
γι’ αυτό μια μεταλλική παύση
θα με επαναφέρει σε αυτά που συμβαίνουνε εκτός μου.

Γκλαγγοί ακούγονται από τα χτυπήματα
που δημιουργεί το γουδοχέρι.
Ξεκινάω να ξαναγράφω ποιήματα
με το διστακτικό, τρεμάμενό μου χέρι.

Λες και αυτό το τραγούδι
προκλητικά και απροκάλυπτα,
τοποθέτησε μέσα στο γουδί,
οτιδήποτε ποτέ μου δεν θα αποκάλυπτα.

Κι αρχίζουν οι σκέψεις να περιδινίζονται
μέσα στο μυαλό μου και περιτριγυρίζονται
από ανησυχίες. Τοποθετούνε πιπέρι
και οτιδήποτε βρίσκεται γύρω και περί

αυτών, γίνεται καυστικό και πυροφανές.
Πρέπει να παραδεκτώ το πρωτοφανές
ότι αυτά τα τοποθετούμενα μπαχαρικά
δεν με έκαναν καθόλου να χάρηκα.

Γιατί τα διάφορα καρυκεύματα
ξεσηκώνουν τα πνεύματα
και γίνονται πυροφλεγόμενα.
Στις συζητήσεις υπάρχουν αμφιλεγόμενα

για την ίδια την κατάσταση
και το πως μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Το τραγούδι έφερε επανάσταση
και ίσως βρεθώ μετωπιστί

απέναντι από του κριαριού το χαρακτήρα,
που τώρα με περιφλεγέθωντα κρατήρα
θα υπάρξει σίγουρα μια ρήξη
και θα επακολουθήσει έκρηξη.

Έκρηξη παραγράφων, προτάσεων και λέξεων
αποκάλυψη των όποιων έξεων,
που θα δείχνει ότι θα αντέξει
όποιος πει την τελευταία λέξη.

Και μετά από μια θραύση
θα υπάρξει μία παύση.
Σύντομη λεκτική ανασυγκρότηση
και μια αχνοφαίνουσα ερώτηση.

Τα συναισθηματικά υπολλείματα
βρίσκονται στου γουδιού τον πάτο,
υπάρχουν στην κατάσταση ελλείμματα
και με έχει πάρει από κάτω.

Γιατί έγιναν τελικά
τα πάντα πάνω σου μεταλλικά.
Το φιλί, η αγκαλιά, το χάδι
που μου πρόσφερες κάθε βράδυ.

Κι επειδή δεν μου αρέσει η ψυχρότητα
και η μεταλλική νοθρώτητα
ψάχνω να βρω καινούργιο χαρακτήρα
με περιφλεγόμενο, πυροφανή χαρακτήρα.

(Δέσποινα Κονταξή)

Με ένα τραγούδι καληνυχτώ Σας!


Μου λες κουράστηκες δεν θες να περιμένεις
Είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις
Και ‘γω που γύρισα τον κόσμο δίχως χάρτη
Άκου τι έμαθα δεμένος στο κατάρτι
Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι
Μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη
Σε σένα πάντα θα γυρνώ κι αν δεν σου φτάνει
Καράβι γίνε να γενώ εγώ λιμάνι
Να δούμε μάτια μου στο τέλος ποίος θ’ αντέξει
Και ποίος καλύτερα το ρόλο του θα παίξει
Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι
Μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη
Κι όσα δεν έγιναν μην τρέχεις να προλάβεις
Αφού δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις
Πως ήσουν πάντα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος
Εσύ η ασπίδα μου το τόξο και το βέλος