Χιόνι-χιόνι


Πεινάς;
εγώ ποτέ δεν πείνασα

Διψάς;
Εγώ ποτέ δεν δίψασα

Νυστάζεις και δεν έχεις πού να κοιμηθείς;
Εγώ είχα σπίτι πάντοτε

Μα εσύ, εσύ
ετούτη την αρρώστια
δεν την έχεις

****

Αν ησυχάσουν τώρα
οι άνεμοι που φέρνουν πέρα δώθε τα μαλλιά μου,
θα δεις πολύ καλά εκείνο που δεν πίστευες.
Ένα κρανίο όμοιο μ’όλα τ’άλλα.
Αυτά που φυλακίστηκαν κάτω απ’τα μάρμαρα
κι εκείνα που κυκλοφορούν μπανταρισμένα,
με κάθε είδους χρώματα.
Θα με πιστέψεις έτσι,
όταν σου έλεγα ότι κι εγώ είμαι σαν τους άλλους.
Θα καταλάβεις, αργότερα, καλύτερα.
Μην περιμένεις όμως μέχρι τότε.
Αν σταματήσει να φυσά,
γύρνα και κοίταξέ με.

****

(…)
«Τί είμαι Θεέ μου;»
Κλαίγοντας με αναφιλητά
Αναρωτιόταν ο Κάθαλο
Κι άλλοτε ονόμαζε Θεό ένα πουλί στον ουρανό
Κι άλλοτε στα νερά ένα ψάρι κι άλλες φορές,
όταν απ’το πολύ πιοτό
Το βλέμμα του να δει μακριά αδυνατούσε,
Έβλεπε τον Θεό σε κάποιον απ’τους ναύτες κι επειδή έβρισκε την
όψη του τόσο όμοια στη δική του,
Φούντωνε πιο πολύ ακόμα μέσα του το βάσανο της απορίας
Και τις τεράστιες παλάμες του γυρόφερνε επάνω στο λαιμό του κι
αχόρταγα περισσότερο, τον ρωτούσε:
«Τί είμαι Θεέ μου;»

****

Νάτο πάλι
Το φ ω ς
Μου γνέφει
Βαμβάκι το φεγγάρι από τη μία
Κι από την άλλη το χιόνι,
Ξανά, το χιόνι.

Αγγελική  Σιγούρου